Πώς θα γίνουμε… Βουλγαρία!
Πριν από έναν μήνα το «εμπιστευτικό δελτίο» του Reuters έγραφε ότι η Ελλάδα θα ακολουθήσει τον δρόμο της Αργεντινής στη χρεοκοπία, αλλά το μοντέλο προς το οποίο κινείται ως οικονομία και ως χώρα είναι αυτό της Βουλγαρίας. Ο λόγος που το έγραψε αυτό το Reuters είναι ότι θεωρεί την «ανταγωνιστικότητα» (μια πονεμένη ιστορία από πολλές απόψεις) της ελληνικής οικονομίας αντίστοιχη με τη βουλγαρική.
Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι, προκειμένου να ζήσουμε με αυτά που παράγουμε, χωρίς να απαιτείται δανεισμός, θα πρέπει η ζωή μας να ανταποκρίνεται στο προϊόν που παράγουμε. Κάτι που για την ελληνική περίσταση θα σημαίνει…
και μία βίαιη προσαρμογή τού κατά κεφαλήν εισοδήματος των Ελλήνων, από τα 50.000 δολάρια που είναι σήμερα, στα 17.000. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η μεγάλη πλειονότητα των ελληνικών οικογενειών θα γυρίσει αρκετές δεκαετίες πίσω, μια και δεν θα έχει χρήμα για κατανάλωση. Αυτό βέβαια είναι το… καλό σενάριο, αφού προϋποθέτει ότι δεν θα την κυνηγούν οι τράπεζες για τις δόσεις του δανείου – το οποίο δεν θα έχει πια να πληρώσει – ούτε βέβαια η εφορία, η οποία θα λειτουργεί χειρότερα από τους παλουκοφόρους φοροσυλλέκτες της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Έπειτα από δυο εβδομάδες επιβολής νέων βενιζελικών μέτρων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή θα είναι η πραγματικότητα τις προσεχείς δεκαετίες.
Επειδή, όμως, το παράδειγμα τη Βουλγαρίας ολοένα και μας τριγυρίζει, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πώς πραγματικά ζουν οι άνθρωποι της χώρας αυτής. Η Βουλγαρία των 7.500.000 κατοίκων είναι πλέον μια χώρα… μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός ευρωζώνης. Ήρθε γονατιστή, εκλιπαρώντας τη Δύση να τη «σώσει», και έγινε μέλος του ΝΑΤΟ. Χάρη στο φθηνό εργατικό δυναμικό (αυτό το οποίο προοριζόμαστε και εμείς να γίνουμε) πολλές ευρωπαϊκές χώρες «επένδυσαν» στη Βουλγαρία. Μια από τις σημαντικές χώρες που επένδυσαν ήταν και η Ελλάδα. Και αυτό για να καταλάβετε τι θα σημάνουν και για μας οι επενδύσεις των ξένων τα προσεχή χρόνια…
Ελληνική επαρχία
Οι επενδύσεις, λοιπόν, δεν ήταν κάτι άλλο από την αξιοποίηση της φθηνής εργατικής δύναμης και της ελάχιστης αξίας της γης. Όσοι ταξίδευαν στη Σόφια την τελευταία δεκαετία θα πίστευαν πραγματικά ότι βρίσκονται σε κάποια μεγαλούπολη της ελληνικής επαρχίας. Στους κεντρικούς δρόμους φιγουράριζαν τα «γκράντε» υποκαταστήματα της Εθνικής, της Eurobank, της Alpha και της Πειραιώς και δίπλα τους τα καταστήματα των ελληνικών telecoms και των μεγάλων εμπορικών αλυσίδων. Το ελληνικό όνειρο στο φόρτε του. Τι υπήρχε πίσω από αυτά;
«Η αξιοποίηση των επενδυτικών ευκαιριών» είναι η επίσημη απάντηση. Η εκμετάλλευση της φθηνής οικονομίας και μιας γενιάς ανθρώπων που δεν είχαν άλλες επιλογές είναι η πραγματική απάντηση. Οι Έλληνες απλώς είδαν την ευκαιρία και μπήκαν. Και βέβαια επενδυτές δεν ήταν μόνο οι Έλληνες, αλλά και πολλοί άλλοι «καλοί» Ευρωπαίοι. Σαν αυτούς που καταφθάνουν σύντομα στην Ελλάδα. Επενδυτές και εργοδότες που αμείβουν τα πτυχία των Πολυτεχνείων με 500 ευρώ τον μήνα… «Κι αν δεν θες, βρίσκω κι άλλον», όπως λένε.
Κάπως έτσι, το 16% των Βουλγάρων ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Και για να μη μιλάμε αόριστα, ως όριο της φτώχειας εκεί θεωρούν το μηνιαίο εισόδημα των 107 ευρώ ή των 211 λέβα, που παραμένει το επίσημο νόμισμα (κι ας το έχουν «κόψει» έτσι ώστε να θυμίζει πολύ το ευρώ… στους τουρίστες).
Όπως καταλαβαίνετε, με τις τιμές των προϊόντων να είναι λίγο χαμηλότερα από τα ελληνικά επίπεδα (έστω και στο 60% του ελληνικού κόστους σε κάποιες περιπτώσεις), είναι δύσκολο να επιβιώνεις με 200 ευρώ. Κάτι που σημαίνει ότι το πέπλο της φτώχειας καλύπτει πολύ περισσότερο κόσμο από τα 1.200.000 που θεωρούνται επισήμως φτωχοί. Και βέβαια το ότι η κυβέρνηση της χώρας προχώρησε σε αύξηση του κατώτερου μηνιαίου μισθού από 240 στα 270 λέβα (δηλαδή στα 138 ευρώ) από την 1 Σεπτεμβρίου του 2011 δεν αλλάζει και πολύ το κλίμα…
«Δύσκολη κατάσταση»
Το πώς ζουν οι φίλοι μας Βούλγαροι το περιέγραψε πρόσφατα μια ενδιαφέρουσα παραγωγή της Βουλγαρικής Ραδιοφωνίας. Πήρε για δείγμα μια τυπική βουλγαρική οικογένεια, που βέβαια βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από το επίπεδο της φτώχειας.
Ο άνδρας Ζουλιέν, 45 ετών, μηχανικός, έχει μια ατομική επιχείρηση επειδή δεν κατόρθωσε να βρει δουλειά στην ειδικότητά του. Η σύζυγος Ντανιέλα είναι δημόσιος υπάλληλος. Ο αρχηγός της οικογένειας είπε στην εκπομπή:
«Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη. Όπως κάθε σχετικά νέα οικογένεια, κάθε μήνα εξυπηρετούμε στεγαστικό δάνειο. Το παιδί μας είναι μαθητής και χρειάζεται ρούχα, σακίδια, βιβλία, τετράδια. Φυσικά, τα μηνιαία έξοδα για το σπίτι μας είναι αναπόφευκτα. Είναι δύσκολο, λαμβάνοντας υπόψη ότι το επιχειρηματικό κλίμα δεν είναι πολύ καλό και οι μικρές επιχειρήσεις δεν έχουν πολλή δουλειά.
Τα σταθερά εισοδήματα της συζύγου μου ως δημόσιου υπαλλήλου, μας δίνουν μια κάποια ασφάλεια, έστω και εάν δεν είναι πολύ μεγάλα. Τα βγάζουμε πέρα. Αυτό το καλοκαίρι πήγαμε διακοπές στη Μαύρη Θάλασσα, κυρίως εξαιτίας του παιδιού. Από ‘δώ και πέρα θα κάνουμε περισσότερες οικονομίες για να αντιμετωπίσουμε τα έξοδά μας το φθινόπωρο και τον χειμώνα».
Τα εισοδήματα και των δύο ενηλίκων ανέρχονται σε 1.300 λέβα (περίπου 750 ευρώ). Πρόκειται δηλαδή περί προνομιούχων (αλλιώς δεν θα μιλούσαν και στο κρατικό ραδιόφωνο), αφού βρίσκονται σχεδόν πέντε φορές πάνω από το όριο της φτώχειας. Έτσι η οικογένεια μένει σε καινούργιο δυάρι, το οποίο αγόρασε με τραπεζικό δάνειο, εξοφλητέο σε 20 χρόνια με μηνιαίες δόσεις.
Η δόση είναι το ένα τέταρτο των εισοδημάτων της. Τα υπόλοιπα προορίζονται για τρόφιμα, θέρμανση, τηλέφωνο, διαδίκτυο, συγκοινωνίες και έξοδα για τον μαθητή. Αν συμβεί κάτι απροσδόκητο, αναβάλλουν την πληρωμή κάποιου λογαριασμού και ζητούν βοήθεια από συγγενείς και φίλους. Καθώς η οικογένεια δεν είναι από τη Σόφια, μπορεί να υπολογίζει στους συγγενείς στην επαρχία, που τους στέλνουν τουρσιά, φρούτα και κομπόστες.
Ο αρχηγός της οικογένειας προσθέτει: «Τα εισοδήματα δεν θα αυξάνονται εύκολα και γρήγορα, διότι η οικονομική κατάσταση δεν βελτιώνεται. Ασχολούμαι με παραγωγή, αλλά βλέπω ότι στην ουσία λίγες είναι οι εταιρείες που παράγουν. Έχω συναδέλφους που επίσης ασχολούνταν με παραγωγή στον τομέα της υφαντουργίας και άλλους τομείς, αλλά αναγκάστηκαν να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους, μη αντέχοντας τον ανταγωνισμό των φθηνών τούρκικων και κινέζικων ρούχων. Το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται και η χώρα μας δεν παράγει αρκετά για να περιμένουμε γρήγορη αύξηση των εισοδημάτων».
Και με τον τρόπο αυτό εξηγεί γιατί αρκετοί από τους φίλους της οικογένειας προτίμησαν να ψάξουν για υψηλότερα εισοδήματα και καλύτερο βιοτικό επίπεδο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αν πάντως κάποιος περάσει τα σύνορα στον Προμαχώνα, θα δει ξαφνικά μπροστά του την απόλυτη φτώχεια να συνδυάζεται με την πιο απρόσιτη πολυτέλεια. Μέσα από τα χωριά που έχουν τα βράδυ κλειστά τα φώτα, για να μην καίνε ρεύμα, ξεπροβάλλουν απαστράπτουσες Mercedes S class V12 biturbo, που οδηγούνται από βραχύσωμους τύπους, με ημίγυμνες πλατινέ ξανθιές στα πίσω καθίσματα. Κάτι που δεν αφήνει αμφιβολία ότι είναι στοιχεία της διασυνοριακής μαφίας που εκμεταλλεύεται το τοπικό λαθρεμπόριο.
Στην πρωτευουσιάνικη Σόφια οι κοινωνικές διαφορές είναι εξίσου έντονες. Δίπλα στις συμβατικές (και… προνομιούχες, μην ξεχνάμε) οικογένειες των 700 ευρώ, στα υπερπολυτελή ξενοδοχεία του κέντρου ζει ένας άλλος κόσμος: supercars, μοντέλες, λαθρέμποροι, βίζιτες, τραγουδίστριες, καζίνο και TV περσόνες συνθέτουν ένα σκηνικό που θυμίζει τις άλλοτε καλές βιτρίνες των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μόνο που τώρα είναι οι χώρες τού (υπό πτώχευση) υπαρκτού καπιταλισμού…