Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
Lavriaki.gr
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΕΣΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ

“Ο Ποιητής των Μοναχικών Αποδράσεων”

Γράφει ο Δημήτρης Τσιμπούκης

‘‘Μη με ρωτάς αν έχω νέα
τα μέσα κι έξω μου θολά
εσένα θέλω διερμηνέα
για ότι χρόνια με πονά…’’

Το ρολόι του προσωπικού του χρόνου σταμάτησε νωρίς…
Οι δείκτες στάθηκαν σε θέση σχηματοποιημένου βέλους στοχεύοντας ό,τι κι ο λόγος του : το ανεκπλήρωτο.
Ο Άλκης Αλκαίος δεν μένει πια εδώ.
Έφυγε, παίρνοντας μαζί του τις αλλόκοτες εικόνες των εμπνεύσεών του, τον αποπροσανατολισμό της ‘μεταπολιτευτικής’ γενιάς ιδωμένο μέσα απ’ την προσωπική του αγωνία και τα μυστικά των διασυνδέσεων του με τον ποιητικό οίστρο. Σύγχρονος και τολμηρός λόγος, περίπλοκες νοηματικές διαδρομές, επώδυνα λεπτομερείς αφηγήσεις και ιδιότυποι σουρεαλιστικοί συμβολισμοί αποτυπώθηκαν σε δεκάδες στίχους τραγουδιών χωρίς αποκλίσεις στα μεγέθη τους. Οι αντιθέσεις, οι αντιπαραθέσεις, αλλά κυρίως οι ετερόκλητες συνυπάρξεις προσδιόρισαν σταδιακά το στίγμα του και τον ανέδειξαν σ’ έναν απ’ τους σημαντικότερους ποιητές του ελληνικού τραγουδιού.
Αποτραβηγμένος απ’ τα φώτα της δημοσιότητας αποστρέφεται την κοινωνία των θεαματικών συναναστροφών, όχι την ίδια την κοινωνία. Αφουγκράζεται με χαρακτηριστική ευκολία όσα συμβαίνουν γύρω του και στέλνει ευθύβολα μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση.

‘‘Πως η ανάγκη γίνεται ιστορία
πως η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί’’

Ο Άλκης Αλκαίος – κατά κόσμον Βαγγέλης Λιάρος – γεννήθηκε πριν 63 χρόνια κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα και σχεδόν αμέσως ‘πολιτογραφήθηκε’ κάτοικος Πάργας. Στην παραθαλάσσια πόλη της καρδιάς του συνήθιζε να επιστρέφει τα καλοκαίρια (σπούδαζε Νομικά στην Αθήνα) και να βυθίζεται στα γραπτά του.
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1967 με την έκδοση ενός μικρού δοκίμιου πάνω στον ποιητή Κώστα Γ. Καρυωτάκη, το οποίο υπογράφει με το πραγματικό του όνομα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» το πρώτο του ποίημα, ένα διεθνιστικό κάλεσμα σε ποιητές, με τίτλο ‘Φλεβάρης 1848’ υπογράφοντας με το ψευδώνυμο που τον ακολούθησε ως το τέλος.

‘‘Μανουέλ Ντουάρτε απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι
ίσως ποτέ να μην δω το πρόσωπό σου
ωστόσο, αν κρίνω απ’ το αιμάτινο γραφτό σου
θα πρέπει ναν’ γιομάτο από λιοπύρι.
Ελμπέρτο Kόμπος Παναμέζε αδερφέ μου
ίσως ποτέ να μην ακούσω τη φωνή σου
ωστόσο ασίγαστη θε ‘να ‘ναι σαν τη γη σου
αν κρίνω απ’ τα μηνύματα του ανέμου.
Ναίμ Ασχάμπ από τις όχθες του Ιορδάνη
ίσως ποτέ και να μη σφίξουμε το χέρι
ωστόσο δίπλα μου αγρυπνάει το ίδιο αστέρι
που δίπλα σου αγρυπνάει κι αυτό μου φτάνει ’’

Αυτό το ποίημα διάβασε ο Θάνος Μικρούτσικος και αναζήτησε τον δημιουργό του θέλοντας μελοποιώντας το να το συμπεριλάβει στο δίσκο του ‘Τα τραγούδια της Λευτεριάς’ με την Μαρία Δημητριάδη (1978).
Έτσι, ξεκίνησε μία απ’ τις μακροβιότερες συνεργασίες δημιουργών στο ελληνικό τραγούδι.

Το 1981 σε μία αξέχαστη καλοκαιρινή συναυλία τριών συνθετών (Λοΐζος, Μικρούτσικος, Λεοντής ) στο στάδιο της Ν. Σμύρνης, ακούγεται για πρώτη φορά από την Χ. Αλεξίου το επιβλητικό ‘Ερωτικό’ που ‘συστήνει’ τον Αλκαίο στο ευρύτερο κοινό.

‘‘Με μια πιρόγα φεύγεις
και γυρίζεις τις ώρες που αγριεύει η βροχή
στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις
και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις.’’

Ξένισαν οι Βησιγότθοι. Σόκαρε η διεισδυτικότητα.
Εκείνος όμως, επέμενε.

‘‘Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει
και σε ποιο γαλαξία να σε βρω
εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι
κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι.’’

Το 1982 το τραγούδι συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο – ορόσημο ‘Εμπάργκο’ ερμηνευμένο όμως, απ’ τον Μανώλη Μητσιά.
Με επιρροές απ’ τους Νερούδα, Μαγιακόφσκι, Μπρεχτ, συναλμύρα απ’ τον Καββαδία και ερεθίσματα απ’ τη δημοτική ποίηση ο Αλκαίος συναναστρέφεται στο μέλλον με ευχέρεια προφήτη.
Δοκιμάζει και δοκιμάζεται στο ‘Κακόηθες μελάνωμα’ στο ‘Ταπεινό Ρέκβιεμ για το μέλλον’ στο «Χημείο του Μαγιού» κι στα μέτωπα που ανοίγουν οι γραφές του.

Το 1983 κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις ΕΤ.ΝΕ.Μ. (ιδρυτής ο Θ. Μικρούτσικος) το βιβλίο του ‘Εμπάργκο – Ποιήματα’ στο οποίο περιλαμβάνεται το εμβληματικό ποίημα ‘Πρωινό τσιγάρο’ αφιερωμένο στη μνήμη του Μάνου Λοΐζου, που αργότερα μελοποιήθηκε απ’ τον Νότη Μαυρουδή.

Το 1986 η Χάρις Αλεξίου με το «Θέατρο Σκιών» και τη «Σκακιέρα» και το 1989 ο Διονύσης Θεοδόσης με το «Όσο κρατάει ένας καφές» (11 στα 13 τραγούδια) συνεχίζουν την δισκογραφική καταγραφή του.
Το ταξίδι έχει δρόμο.
Οδοιπορικό στα έγκατα.
Στίχοι-λεπίδες, λέξεις προσάναμμα για αναταράξεις κοινωνικές και υπαρξιακές, νοήματα με εμμονές στα συλλογικά οράματα που διαψεύδονται. Οι δραματοποιημένες περιγραφές του αναζητούν και αποθεώνουν τα αντισυμβατικά χαρακτηριστικά, τον έρωτα, τα πάθη, τη θηλυκότητα, τις ελεύθερες πτώσεις.

«Κάνει μια ψύχρα απόψε που με αρρωσταίνει
κι έχω χαθεί στης πολιτείας τα στενά
εσύ κοιμάσαι σε μια θάλασσα αφρισμένη
κι εγώ βουλιάζω κάθε νύχτα στη στεριά.
μια πεταλούδα στη γωνιά χαμογελάει
κερνάει τσιγάρο μα πουλάει τη φωτιά
ο αστυφύλακας ταυτότητα ζητάει
μα εγώ την ψάχνω απ’ τα δεκαεννιά».

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου μελοποιεί και ερμηνεύει δισκογραφικά (1989) και συναυλιακά (1991) τη «Βικτώρια», έναν λυτρωτικό ερωτικό ύμνο, επιδιώκοντας με την ενορχηστρωτική μανία του Χριστόφορου Κροκίδη να ξορκίσει την εσωστρέφεια.

Στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά (1995) ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί με αντιπολεμικά σκετς τη συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και της Αφροδίτης Μάνου.
Ακούγεται ο τραυματικός έπαινος «Πόρτο-Ρίκο»

«Φιγούρα ξωτική και ταξιδιάρικη
στο φως του φεγγαριού ανθίζει πάλι
γιατί όλη τη ζωή του την εξόδεψε
παράφορα γυρεύοντας μιαν άλλη.
Σαλπάρισε μια νύχτα με πανσέληνο
και στο στερνό του γράμμα μου ’χε γράψει
«Αξίζει φίλε, να υπάρχεις για ένα όνειρο
κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει».

(το τελευταίο δίστιχο είναι δανεισμένο από τους τοίχους της Κούβας).

Η μοναχική πορεία του βρίσκει ανταπόκριση.
Σε σατανάδες κάλπικους κι άγιους εμπρηστές.
Άφαντος και άφωνοι.
Προσηλωμένος στην ουσία της ζωής, περιπλανώμενοι στις γεύσεις της. Ταυτισμένοι όμως, στη συντροφικότητα του ίδιου αξιακού συστήματος.
Δεν υποχωρεί. Δεν συμβιβάζονται.

Το 1996 αναλαμβάνει πάλι ο Μικρούτσικος. Ανασύρει από το συρτάρι του τη «Ρόζα», τα «Πλοία των ερώτων», το «Πάντα γελαστοί» κι από την εμπορική του ευρηματικότητα τον Δημήτρη Μητροπάνο για να ηχογραφήσουν «Στου αιώνα την παράγκα»

«Για μια Ντολόρες χάραξες / το δέρμα σου μια νύχτα /
και το κορμί σου κάρφωσες / στου φεγγαριού την πίστα /
Μ’ άφιλτρο τώρα κι αλκοόλ / τσακίζεις τη φωνή σου /
ληστής, Πιλάτος και Χριστός / εκεί που στάζει ο θεός /
Θ’ απλώσεις τη ζωή σου».

Δίσκος – σταθμός.
Η μεγάλη επιτυχία φωτίζει εκτυφλωτικά τους συντελεστές.
Ο συνθέτης εξοικειωμένος. Ο ερμηνευτής σεμνός.
Ο Αλκαίος ‘….λευκό χαρτί μεσ’ της αγάπης τη μποτίλια’
Βγαίνει στην όχθη.

‘Βεδουίνοι σε μια ράμπα / με μονόχορδη ραμπάμπα
ιστορούν την Ουμ Χαράμ’.

Με συνθέτη το Μάρκο Τόκα και ερμηνευτή τον ‘απελευθερωμένο’ πλέον Μητροπάνο ταξιδεύει στα μέρη της Ανατολής.

‘Στην αγορά ζωήλατα και ξωτικά πουλιά
και κράχτες που σωσίβια διαλαλούνε
αγόρασα από ένα σε δύο γυμνά παιδιά
κι εκείνα ζαρωμένα μ’ απαντούνε:
Οι δοκιμές μας γέρασαν νωρίς στο κόσμο αυτό
κι αν τόσο θες να κάνεις μια αβαρία
δώσε μας λίγο πράσινο Κιφ Μαροκινό
και θα στο ξεπληρώσει η Ιστορία’

(Κιφ: Ποικιλία χασίς απ’ το Μαρόκο)

Οι σύγχρονοι τραγουδοποιοί αναζητούν το στίγμα του. Ανάμεσα τους ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Διονύσης Τσακνής, Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας με το ‘Ιπτάμενο χαλί’, ο Μίλτος Πασχαλίδης με ‘το Σαράκι του Ρεμπώ’, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, ο Νίκος Ζούδιαρης.

Η συνεργασία του με τον Σωκράτη Μάλαμα, μοιάζει αναπόφευκτη. Απ’ ‘Το νησί των πειρατών’ (1998) μέχρι το «Ντόμινο» (2007) κι απ’ «Τα διόδια» (2002) μέχρι το «Πέρασμα» (2010) χαρτογραφούν την πορεία που δεν ακολουθήσαμε, τη γη που δεν πατήσαμε, τα μάτια που δεν είδαμε.

«Στον κόσμο που γεννήθηκα δε χάραξα πορεία
τσιγάρο μ’ ανεμόχαρτο στρίβω στα πρακτορεία
να δω τον ήλιο ανάστροφα και τ’ άστρα ζαλισμένα
να σταματήσω τη στιγμή με τα φτερά ανοιγμένα.»

Ένα ακόμα ταξίδι με τον Θάνο Μικρούτσικο (2006) και ερμηνευτές τους Μανώλη Μητσιά και Χρήστο Θηβαίο τελειώνει στην διαπίστωση «Υπέροχα μονάχοι».
Δεν άκουσα ακόμα το τελευταίο του σινιάλο.
«Η Αυγή των τρελλών» με τον Μπάμπη Στόκα μπορεί να περιμένει.

Το ρολόι του προσωπικού του χρόνου ήταν αθόρυβο και οι δείκτες του σκληρά καταγραφικοί.
Ώρα την ώρα.
Λέξη προς λέξη.
Το βαρύ αριστερό του πρόσημο του κόστισε ακριβά.
Παρά τον ολοφάνερο αναχωρητισμό του δεν παραιτήθηκε ποτέ.
Το ταξίδι του Άλκη Αλκαίου συνεχίζεται….