Δευτέρα, 24 Μαρτίου, 2025
Lavriaki.gr
ΛαύριοΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ

Αποχαιρετιστήριο στον Γιάννη Χριστοδούλου (1956-2015) από τους συμμαθητές και φίλους του

Αγαπημένε μας Γιάννη,

εμείς οι συμμαθητές και  παλιοί φίλοι σου δεν βρίσκουμε άλλο τρόπο να σε αποχαιρετήσουμε παρά με αυτά που τόσο πολύ αγάπησες, τη μουσική και την ποίηση, μ’ αυτές τις άσβεστες φωτιές της αθωότητας «που πυρπολούσαν την ατίθαση νιότη μας».
Άφησες την τελευταία σου πνοή τη Μεγάλη Παρασκευή, με τους ύμνους της να σε συντροφεύουν.
Ευαίσθητος όσο λίγοι, έζησες μέσα στην τέχνη, στη μουσική και την ποίηση, μέσα στον αληθινό κόσμο τους.

Σε αποχαιρετούμε με τους μουσικούς ήχους του Requiem και τους στίχους των μεγάλων ποιητών:


Απ’ την «Έρημη Χώρα»:

 «Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας θύμηση και επιθυμία…»,

Απ’ την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»:

«Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,

και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,

η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.

Κανένας όμως δεν ανιστορεί

και το έρεβος εσκέπασε βαρύ

τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή,

μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ναι.

 

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει

κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,

στην τραγική απάτη τους δοσμένοι

πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,

παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή,

μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,

νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή

μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ναι»


Απ’ την «Γραφή τυφλού»:

«Πώς είχε πυκνώσει ο αέρας απ’ τις μυρωδιές των μύρτων

κι απ’ τους πρησμένους ατμούς. Κι αυτός, κλεισμένος κιόλας

μέσα στο δίχτυ, βλέποντας ψηλά το παράθυρο. Στο θαμπό τζάμι

σχεδιασμένο το λευκό καμπαναριό. Το σκοινί της καμπάνας,

πιθανόν κρατημένο απ’ το μεγάλο αόρατο χέρι,

δονήθηκε άξαφνα κι αντήχησε δοξαστικός ο άτμητος ήχος

ανάμεσα στις λάμψεις των σπαθιών και στα σπασμένα κατάρτια

απ’ τα καράβια της επιστροφής.    Το ξέρεις-ψιθύρισε-εκείνο

που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου»


Και απ’ τα «Ριζίτικα», Γιάννη, που τόσο σου άρεσαν:

«Σε ψηλό βουνό σε ριζιμιό χαράκι κάθετ’ έν’ αητός

Βρεγμένος χιονισμένος ο καϋμένος

Και παρακαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλλει

Ήλιε ανάτειλλε, ήλιε ανάτειλλε

Ήλιε λάμψε και δος μου

για να λυώσουνε τα χιόνι’ απ’ τα φτερά μου

και τα κρούσταλλα από τ’ ακράνυχά μου

Ήλιε ανάτειλλε, ήλιε ανάτειλλε…»

 

Καλό σου ταξίδι αγαπημένε μας φίλε Γιάννη

Λαύριο, 15-4-2015