Λαύριο: Η αγωνιστική παρακαταθήκη μιας εργατούπολης
Η 5η Μαΐου 1865 θεωρείται ως η γενέθλια ημέρα του Νεώτερου Λαυρίου και το 2015 γιορτάζονται τα 150 χρόνια από τη δημιουργία της πόλης που έχει να επιδείξει ιστορία 5.000 χρόνων περίπου. Η Λαυρεωτική υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα μεταλλευτικά-μεταλλουργικά κέντρα της Ευρώπης και διαδραμάτισε διαχρονικά σημαντικότατο ρόλο στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ιστορία της χώρας μας. Το Σάββατο 9 Μαΐου, πραγματοποιήθηκε, στην πλατεία μπροστά στο παλαιό Χυτήριο, η πρώτη μεγάλη εκδήλωση μνήμης, γιορτής και τιμής υπό την αιγίδα του δήμου Λαυρεωτικής, ενώ θα ακολουθήσει σειρά εκδηλώσεων λόγου, τέχνης και αθλητισμού. Την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο υπουργός Ναυτιλίας Θοδωρής Δρίτσας. Παρευρέθηκαν ο αντιπρόεδρος της Βουλής Αλέξης Μητρόπουλος, ο αντιπεριφερειάρχης Πέτρος Φιλίππου, καθώς και οι βουλευτές της Περιφέρειας Αττικής Μαρτίνου Γ., Χριστοφιλοπούλου Ε., Μπούρας Α., Χαϊκάλης Π., Μαυρωτάς Γ.
Η πόλη είναι συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας και τη συγκρότηση της εργατικής τάξης: εδώ κυοφορήθηκε η πρώτη εκβιομηχάνιση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και εδώ αποτυπώνεται ο τύπος και οι μορφές που έλαβε η μεταπολεμική εκβιομηχάνιση της χώρας. Εν ολίγοις, οι στάσεις και οι συμπεριφορές βιομηχάνων και βιοτεχνών, των τοπικών αρχών και των κοινωνικών στρωμάτων που ζουν και εργάζονται στο συγκεκριμένο τόπο, η αντιμετώπιση του γεωφυσικού και ιστορικού περιβάλλοντός του, προσφέρουν ένα ιστορικό «παράδειγμα» με μεγάλες αναλογίες για τη συνολική ελληνική πραγματικότητα.
Η διαμόρφωση της πόλης, οι οικισμοί της, η πολεοδομική της πορεία, ακολούθησε τη χωροθέτηση και την κίνηση των βιομηχανιών: αρχικά συμβάδιζε σε παράλληλη τροχιά με τη λειτουργία της μεταλλευτικής βιομηχανίας και, μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, η ανάπτυξή της κατευθύνεται μονόπλευρα σε τόπο εγκατάστασης βιομηχανιών και βιοτεχνιών.
Σημαντικό κομμάτι του εργατικού κινήματος
Αναφορικά με τον πληθυσμό της, κύριο χαρακτηριστικό ήταν η κινητικότητα και το μωσαϊκό προέλευσης των κατοίκων της. Παρά την έλλειψη κοινότητας καταγωγής, το εργατικό δυναμικό σε κρίσιμες περιόδους εργοδοτικής αυθαιρεσίας και αυταρχισμού, κατάφερε να δράσει και να αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του εργατικού κινήματος της χώρας με πολλές «πρωτιές» δυναμικών αγώνων. Η πόλη συνδέθηκε με τις εξεγέρσεις και τις οργανωμένες αντιδράσεις των μεταλλωρύχων στις πρωτόγνωρες για τη νεόκοπη ελληνική βιομηχανία άθλιες συνθήκες εργασίας και μεταγενέστερα, με το μεταπολεμικό συνδικαλιστικό κίνημα της στρεβλής δημοκρατίας της δεκαετίας του ’60, καθώς και με τους αγώνες για εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα της μεταπολίτευσης.
Η σιωπή της εργατούπολης για πολλές δεκαετίες φαινόταν αδιατάραχτη. Μονάχα όταν οι σειρήνες των εργοστασίων ηχούσαν την αλλαγή της 8ωρης βάρδιας διακοπτόταν βίαια για λίγο. Τότε τα κύματα των εργαζομένων ξεχύνονταν και εναλλάσσονταν σε μια αέναη κίνηση. Η δεκαετία 1980-90 χαρακτηρίζεται από μεταβατικότητα λόγω της διαφοροποίησης του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος (ήδη από τη προηγούμενη δεκαετία) αλλά και του ελληνικού πολιτικού και οικονομικού προσανατολισμού. Η δυναμική των μετασχηματισμών αρχίζει να γίνεται αντιληπτή σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους, όμως οι τελικές συνέπειες θα αποτυπωθούν την επόμενη δεκαετία. Εδώ δοκιμάζονται μορφές κοινωνικής οικονομίας. Οι προβληματικές επιχειρήσεις κοινωνικοποιούνται, η εργατική συμμετοχή συνυπάρχει με την έναρξη της αποβιομηχάνισης και οι κοινωνικοί φορείς (δηλαδή το εργατικό κέντρο, τα σωματεία, η τοπική αυτοδιοίκηση, διάφορες συλλογικότητες) έρχονται στο προσκήνιο και διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνικήοικονομική ζωή. Η τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα εμπεριέχει και την αρχή της επόμενης ιστορικής φάσης.
Μεταβιομηχανική πόλη
Η ισορροπία της πόλης ταράχτηκε συθέμελα από το κλείσιμο των μεγάλων βιομηχανιών της και τους γενικότερους κλυδωνισμούς της αποβιομηχάνισης της χώρας, καθώς και από τον αντίκτυπο των διεθνών οικονομικοκοινωνικών μεταβολών του τέλους της δεκαετίας 1980. Στις αρχές του ’90 η κίνηση της πόλης σταμάτησε. Η ριζική αλλαγή των ρυθμών του χρόνου, όπως τον μετρούσαν οι ανάγκες της βιομηχανικής παραγωγής και η εργοστασιακή πειθαρχία, απορρύθμισε τις συνήθειες των ανθρώπων. Οι κάτοικοι της πόλης μετεωρίσθηκαν ανάμεσα σ’ ένα σχετικά νωπό παρελθόν μαζικής πενίας και στη φυγή, πρακτική οικεία για το μετακινούμενο πληθυσμό της.
Για την αντιμετώπιση της νέας οικονομικής κρίσης διατυπώθηκαν μια σειρά αιτήματα και σχέδια προσανατολισμένα σε μια βιώσιμη και αειφόρα ανάπτυξη από τους τοπικούς πρωταγωνιστές, τη δημοτική αρχή και τους κοινωνικούς φορείς. Το αποτέλεσμα αυτή τη φορά ήταν να διατηρήσει η πόλη τους κατοίκους της, οι πρώην εργαζόμενοι στις βιομηχανίες να προσαρμόσουν τις εργασιακές συνήθειές τους στις νέες συνθήκες και να βρουν άλλους τρόπους επιβίωσης.
Η σημερινή εικόνα της πόλης
Από το 1990 έως το 2009 αναδιαρθρώνεται ο παραγωγικός και ο κοινωνικός ιστός της πόλης, αφού έχασε τον αποκλειστικά βιομηχανικό χαρακτήρα της. Αναζήτησε μια «άλλη» φυσιογνωμία σε διαφορετικό ρυθμό, αλλά ταυτόχρονα διατήρησε -συρρικνωμένες αλλά υπαρκτές- ορισμένες βιομηχανικές μονάδες. Οι κατευθύνσεις της μετανεωτερικής ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας αναδύονται και η πόλη παρακολουθεί τη γενικότερη τάση του οικονομικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού: η στροφή κυρίως στο τριτογενή τομέα της παροχής υπηρεσιών αποδόμησε και διαφοροποίησε την όποια τοπική κοινότητα είχε συγκροτηθεί κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Παρά τις αλλοιώσεις και τις εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις της μετανεωτερικής εποχής, το Λαύριο συνεχίζει να τροφοδοτεί με ερεθίσματα ιδιαίτερης αισθητικής και να αναδεικνύει τα σπαράγματα ενός τρόπου ζωής, καθώς είναι χαραγμένα στο φυσικό και οικιστικό τοπίο του, αλλά και να αποτυπώνει τη διαδρομή μιας κοινότητας εργασίας και ζωής, που οι αγώνες της μπορούν ακόμη να κινητοποιούν τη μνήμη και να αναμοχλεύουν στη συνείδηση το κοινότοπο αλλά συγκλονιστικό, ότι τίποτα δεν χαρίζεται και ότι με αγώνες κατακτάμε τα δικαιώματά μας.
Η σημερινή εικόνα της πόλης εξακολουθεί να παρακολουθεί την πορεία της χώρας, έχει ήδη δεχτεί πλήγματα λόγω των μνημονιακών και υφεσιακών πολιτικών, με συνέπειες την υψηλή ανεργία, την κατάργηση ζωτικών παροχών υγείας, παιδείας και υπηρεσιών που αποδυναμώνουν τη ζωή της πόλης.
Στέλιος Καφετζής,
Θάλεια Νοβάκη