Ούζο, με όνομα βαρύ σαν ιστορία

Το Ούζο συνδέεται στενά με την Ελληνική κουζίνα και κυρίως με τους μεζέδες και την καλή παρέα. Η ιστορία του ούζου ξεκινάει την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αργότερα της οθωμανικής κυριαρχίας, την εποχή που οι Τούρκοι και οι Άραβες απολάμβαναν ποτά εξ αποστάξεως αρωματισμένα με γλυκάνισο.
Είναι ένα ποτό που εμφανίστηκε νωρίς στη Νεότερη Ελλάδα, με την παραγωγή του να παρουσιάζει αύξηση και την απόλαυση να γίνεται δημοφιλής μετά την ανεξαρτησία της χώρας. Η ονομασία «ούζο» εμφανίστηκε κι αυτή μετά την ανεξαρτησία, πιθανότατα χάρη στο σφράγισμα κάποιων κιβωτίων προς εξαγωγή με τη διευκρίνηση «uso Marsiglia» (προς χρήση στη Μασαλία). Τεχνικά, το ούζο είναι προϊόν που παράγεται από την απόσταξη αρωματισμένης αλκοόλης ή τη διαβροχή του οινοπνεύματος με αρωματικές ύλες.
Νομικά, για να ονομαστεί ούζο το ποτό, ο ελληνικός νόμος ορίζει τουλάχιστον 20% του αλκοολικού του τίτλου να προέρχεται από απόσταξη. Το χαμηλό αυτό ποσοστό ευνοεί τη μεγάλη ελευθερία στον τρόπο παραγωγής, το στιλ και την ποιότητα του προϊόντος.
Στην πραγματικότητα μόνο η υψηλότερη ποιοτικά κλίμακα ούζων –και μικρότερη σε αριθμό brand names– προέρχεται 100% από απόσταξη.
Το ούζο στη σύγχρονη μορφή του είναι καθαρά ελληνικό ποτό, με τη δική του φυσιογνωμία και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Αποτελεί μέρος της μεσογειακής παράδοσης της απόλαυσης ορεκτικών εξ αποστάξεως ποτών με βασικό αρωματικό στοιχείο τον γλυκάνισο. Η ελληνικότητα του ούζου και του ονόματός του προστατεύονται πλέον από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με το διάταγμα της 25ης Οκτωβρίου του 2006.
Για την παραγωγή του ούζου ακολουθείται η εξής διαδικασία: Καταρχήν, το αραιωμένο οινόπνευμα αρωματίζεται με διάφορους σπόρους, με κυρίαρχο τον γλυκάνισο. Κάθε παραγωγός έχει τη δική του μυστική συνταγή για το μείγμα αρωματικών υλών που χρησιμοποιεί και το οποίο δίνει στο προϊόν την ξεχωριστή του προσωπικότητα. Στη συνέχεια, το αρωματισμένο οινόπνευμα μπαίνει στον χάλκινο άμβυκα απόσταξης (καζάνι), όπου αποστάζεται τουλάχιστον δύο φορές, μέχρι να βγει το ούζο. Ως ιδιαίτερα υψηλόβαθμο από τη διαδικασία απόσταξης, το ούζο αραιώνεται με καθαρό νερό για να επιτευχθεί ο επιθυμητός αλκοολικός βαθμός (κυμαίνεται από 37.5% vol. μέχρι συνήθως 48% vol.) και είτε αφήνεται να ωριμάσει και να ησυχάσει σε δεξαμενές, είτε εμφιαλώνεται αμέσως.
Στην παραγωγή του ούζου ειδικεύτηκαν αρχικά οι Πελοποννήσιοι και οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που πήγαν κυρίως στη Μυτιλήνη (και σε μικρότερη κλίμακα σε άλλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, κυρίως τη Χίο, την Σάμο και την Ικαρία) και στη Μακεδονία, γι’ αυτό και σε αυτά τα μέρη η παραγωγή άνθησε εξαρχής δίνοντας μάλιστα πληθώρα στιλ και προσωπικοτήτων στα προϊόντα τους. Γρήγορα όμως η παραγωγή ούζου εξαπλώθηκε παντού και σχεδόν κάθε περιοχή της χώρας έχει τις specialites της.
Το τελετουργικό απόλαυσης του ούζου είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, έντονα μεσογειακό και σφραγισμένο από το φως, τον ήλιο και τις έντονες γεύσεις. Βρήκε την πρώτη του ανάπτυξη στα παραδοσιακά ουζερί, στα οποία για χρόνια σύχναζαν μόνο άντρες. Στη γευστική του συνοδεία δεν επικράτησε σταθερή γραμμή κι έτσι υπήρχαν ανέκαθεν δύο τάσεις: το ούζο με μία μικρή «ποικιλία» μεζέδων σερβιρισμένων στο ίδιο μικρό πιάτο να λειτουργεί ως ορεκτικό, ή με μια ατέλειωτη παρέλαση περίτεχνων μεζέδων να υποκαθιστά ένα πλήρες γεύμα. Πυλώνες του τελετουργικού είναι η παρέα, η χαρούμενη διάθεση, η κοινή συμμετοχή στην απόλαυση και η κοινότητα στην απόλαυση των πάντων, ενώ το ούζο και οι μεζέδες είναι η ραχοκοκαλιά του τελετουργικού.
Ο υψηλός αλκοολικός βαθμός του ούζου ορίζει ότι οι γεύσεις που θα το συνοδεύσουν πρέπει να είναι έντονες, ενώ σε συνεργασία με τον ορεκτικό γλυκάνισο και το χαρακτηριστικό του άρωμα καθορίζουν τα χαρακτηριστικά τους. Οι αλμυρές, όξινες, ιωδιούχες και πικάντικες γεύσεις είναι αυτές που ταιριάζουν περισσότερο με το ούζο, ενώ τα ψάρια και τα θαλασσινά τού ταιριάζουν σαφώς περισσότερο από τα κρεατικά.
Το ούζο πρέπει να πίνεται νερωμένο σε αναλογία περίπου ένα μέρος ούζο και δύο μέρη νερό, για να αναδεικνύονται καλύτερα τα αρωματικά και γευστικά χαρακτηριστικά του, αλλά και για την επίτευξη καλύτερης γευστικής αρμονίας με τους μεζέδες που το συνοδεύουν. Δεν πρέπει όμως να προσθέτουμε ποτέ παγάκια γιατί «μουδιάζουν» την έκφραση των αρωματικών ουσιών, αλλά και αλλοιώνουν τη γεύση του ούζου όταν λιώνουν. Το σωστό είναι να αραιώνουμε το ούζο με σκέτο, καλά παγωμένο νερό.
Το καλό ούζο είναι ένα απόλυτα ασφαλές ποτό. Αν καταναλώνεται με σεβασμό και προσοχή και πάντα με ομοιομορφία στο ρυθμό κατανάλωσης των μεζέδων, δεν προκαλεί μέθη, ούτε ενοχλεί ο υψηλός αλκοολικός βαθμός του. Αυτό που «πειράζει» είναι η ζάχαρη που περιέχουν αρκετά ούζα, διότι καθυστερώντας την απορρόφηση της αιθανόλης (αλκοόλ) ξεγελάει τον πότη κάνοντάς τον να πίνει μεγαλύτερες ποσότητες.
Προβλήματα προκαλούνται επίσης όταν ούζα χαμηλής ποιότητας δεν είναι αρωματισμένα με γλυκάνισο ή φυσική ανηθόλη: η χημική ανηθόλη περιέχει βλαβερά στοιχεία που προκαλούν μέθη, ζάλη και αφόρητο πονοκέφαλο την επομένη.