Το βιομηχανικό Λαύριο δεν είναι μόνο τεχνικό μνημείο και ιστορία
Επειδή λέγεται και ξαναλέγεται ότι η απουσία είτε η ανεπάρκεια παραγωγής αποτελεί ουσιαστική αδυναμία της οικονομίας της χώρας, θα είχε ίσως σημασία να δούμε πως η ελληνική πολιτεία και κοινωνία χειρίστηκαν το θέμα της βιομηχανικής παραγωγής στην περίπτωση του νεότερου Λαυρίου.
Στο σημερινό σημείωμα θα σταθούμε στο τρόπο εκκίνησης του έργου. Στα άλλα δύο σημειώματα, που θα ακολουθήσουν, με τον υπολογισμό της αξίας των καταλοίπων και τη λειτουργία των θεσμών σε ό,τι έχει σχέση με την οικείωση της τεχνολογίας.
Το θέμα του Λαυρίου, ως ζήτημα οικονομικής ανάπτυξης, τέθηκε για πρώτη φορά από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Το 1829 προώθησε αποστολή στο Λαύριο για τη λήψη δειγμάτων, ώστε να προσδιοριστεί το ποσοστό του περιεχομένου αργύρου. Στόχος του ήταν το Λαύριο ν΄ αποτελέσει πηγή πλούτου, αλλά και πεδίο τεχνικής παιδείας. Θεωρούσε το Λαύριο εθνική υπόθεση. Αρνήθηκε να δώσει άδεια εκμετάλλευσης στον πρεσβευτή της Αγγλίας και ταυτόχρονα σχεδίαζε να στείλει Έλληνες νέους στην Ευρώπη να «εκμάθωσι την τέχνην ταύτην» (Ε. Κακαβογιάννης, «Το Λαύρειον και ο Ιωάννης Καποδίστριας», Ζ” επιστημονική συνάντηση ΝΑ Αττικής, Κορωπί 1998, σ. 440 – 458).
Μεσολάβησαν, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, δύο επισκέψεις ξένων ειδικών στο Λαύριο(1835 και 1841), με θέμα τα κατάλοιπα των αρχαίων, χωρίς θετικό αποτέλεσμα.
Η κατάσταση παίρνει άλλη τροπή τον Νοέμβριο του 1860 όταν ο επιχειρηματίας Γ. Παχύς, υποβάλει αίτηση προς την Κυβέρνηση για τη παραχώρηση των σκωριών του Λαυρίου προς εκμετάλλευση.
Ο Ανδρέας Κορδέλλας πραγματοποίησε δύο επισκέψεις στο Λαύριο τη πρώτη, το Δεκέμβριο του 1860 και τη δεύτερη τον Μάιο του 1861. Στην έκθεση της πρώτης επίσκεψης παρουσιάζει με σαφήνεια τις ποσοτικές εκτιμήσεις του για τα βασικά μεγέθη που προσδιόριζαν την οικονομική σημασία των σκωριών των αρχαίων. Στην έκθεση της δεύτερης επίσκεψης παρουσιάζει τις λεπτομέρειες και τ’ αποτελέσματα μιας δοκιμής που επιχείρησε σε πρόχειρη πειραματική δικής του επινόησης κάμινο, όπου πέτυχε την τήξη των σκωριών του Λαυρίου και την εξαγωγή μεταλλικού μολύβδου.Τον Δεκέμβριο του 1860 ο εξωκοινοβουλευτικός υπουργός οικονομικών Ευστάθιος Σίμος στέλνει το μεταλλειολόγο Ανδρέα Κορδέλλα στο Λαύριο για να εξετάσει τις μολυβδούχες σκωρίες των αρχαίων. Ο Ε. Σίμος είχε μελετήσει την πραγματεία του Παναγιώτη Βουγιούκα «Περιληπτική περιγραφή των μέχρι τούδε γνωστών εν Ελλάδι ορυκτών». Φαίνεται ότι είχε συλλάβει την ιδέα ότι το Λαύριο θα μπορούσε να είναι αφετηρία και πεδίο βιομηχανικής ανάπτυξης για το νέο ελληνικό κράτος. Για το λόγο αυτό μόλις πληροφορήθηκε την άφιξη του Ανδρέα Κορδέλλα τον προσέλαβε στο υπουργείο ως μηχανικό μεταλλείων και τον έστειλε στο Λαύριο για να εξετάσει τη σημασία των καταλοίπων (σκωριών) των αρχαίων.
Έτσι, η εκμετάλλευση δεν ήταν απλώς μια δυνατότητα. Αντίθετα είχαν καλυφθεί όλες οι προδιαγραφές για άμεσο σχεδιασμό της εκμετάλλευσης. Επιπλέον όπως εκτιμούσε ο Κορδέλλας : η εκμετάλλευση των σκωριών της λαυρεωτικής γης θα ήταν πολύ κερδοφόρα για το ελληνικό κράτος. «Δια πολλούς επιστημονικούς λόγους, γνωμοδοτώ, ίνα μη παραχωρηθώσιν αι σκωρίαι αύται εκτός του Κράτους».
Τον Αύγουστο του 1861 ψηφίζεται ο πρώτος στο νεοελληνικό κράτος, νόμος σχετικά με το μεταλλευτικό δίκαιο. Συντάχθηκε σύμφωνα με τους κώδικες της γαλλικής μεταλλευτικής νομοθεσίας. Τα μεταλλεία είναι ιδιοκτησία του κράτους και παραχωρούνται σε εκμεταλλευτή, με βασιλικό διάταγμα, ύστερα από απόφαση συμβουλίου στο οποίο μετέχουν μέλη της κυβέρνησης και ανώτερα στελέχη της διοίκησης.
Τον Νοέμβριο του 1861 ο επιχειρηματίας Γ. Παχύς, γνωρίζοντας το νόμο, υποβάλει νέα αίτηση για την παραχώρηση των σκωριών. Η πρώτη δεν είχε απαντηθεί. Αλλά ούτε και η δεύτερη απαντήθηκε. Τον Απρίλιο του 1862 επανέρχεται με νέα, τρίτη αίτηση, αυτή τη φορά προς τη νομαρχία Αττικοβοιωτίας. Η νομαρχία αποφαίνεται ότι οι εκτάσεις τις οποίος ζητούσε ανήκαν στην κοινότητα Κερατέας στην οποία μπορούσε να απευθυνθεί και να ζητήσει την παραχώρηση. Πράγμα το ο οποίο και έπραξε.
Τον Οκτώβριο του 1863 ο Α. Κορδέλλας επανέρχεται προς το υπουργείο Οικονομικών με νέο έγγραφο. Σε αυτό διατυπώνει τις αντιρρήσεις του για τη παραχώρηση στον Γ. Παχύ και θεμελιώνει την άποψη ότι οι σκωρίες του αρχαίου Λαυρίου αποτελούν εθνική περιουσία και δίνεται η ευκαιρία, στο Ελληνικό Κράτος, ν’ αναλάβει πρωτοβουλίες και να προωθήσει την αξιοποίησή τους με αναπτυξιακά κριτήρια.
Τον Οκτώβριο του 1863 φθάνει στο Λαύριο ο Ι. Β. Σερπιέρης. Είχαν έλθει σε γνώση του, οι δύο αρχικές εκθέσεις Κορδέλλα περί της αξίας των σκωριών και ως έμπειρος μηχανικός μεταλλείων και με σχετική επιχειρηματική δραστηριότητα κατάλαβε τη σημασία του θέματος και κινήθηκε αποφασιστικά. Υποβάλει αίτηση ν΄ αγοράσει τις σκωρίες. Το Ελληνικό Κράτος δεν απαντά στο αίτημά του. Στρέφεται προς στον Γ. Παχύ, ο οποίος ήταν ενοικιαστής των χώρων των σκωριών, και πετυχαίνει συνεργασία μαζί του. Δεν έμενε παρά να αρχίσει το σχεδιασμό και την εγκατάσταση καμίνευσης των σκωριών, πράγμα το οποίο και προώθησε.
Τον Απρίλιο του 1864 ο Ι. Β. Σερπιέρης προχωρεί σε μια σημαντική κίνηση. Υποβάλει αίτηση για την παραχώρηση του μεταλλείου των αρχαίων. Τον ενδιέφεραν οι σκωρίες, αλλά και το κοίτασμα. Ήταν βέβαιος ότι, το κοίτασμα, που είχαν εκμεταλλευθεί οι αρχαίοι, θα είχε ακόμη σημαντικά αποθέματα μεταλλεύματος καλής ποιότητος.
Με τον τρόπο αυτό ξεκίνησε το νεότερο Λαύριο.
Γιατί όμως όλα αυτά τα γεγονότα σε ένα κείμενο για την ιστοσελίδα του Fractal;
Επιχειρώντας αυτού του είδους την αναδρομή στις αφετηρίες του νεότερου βιομηχανικού Λαυρίου έχουμε την ευκαιρία ν΄ αναγνωρίσουμε, τον ιστορικό χαρακτήρα, νοοτροπιών και συνθηκών, που στέκονται και σήμερα εμπόδια στην ανάπτυξη της όποιας παραγωγής. Δίνεται η δυνατότητα να επιχειρήσουμε διακρίσεις και να σχεδιάσουμε την αντιμετώπιση κρίσιμων θεμάτων του παρόντος μπροστά στα οποία σήμερα στεκόμαστε αμήχανοι.
Ας δούμε το θέμα. Η πραγματικότητα στην οποία αναφερόμαστε είναι αυτό που μας κληροδότησαν οι αρχαίοι. Τα απορρίμματα των εκμεταλλεύσεών τους και το μεταλλείο ως έργο και ως κοίτασμα. Μετά απο τις εργασίες του Κορδέλλα η πραγματικότητα αυτή αρχίζει να αποκτά σημασία. Από εν δυνάμει αγαθό μετατρέπεται σε πραγματικό, εντάσσεται σε πλαίσιο εμπειριών. Οι εμπειρίες, όμως, αυτές γίνονται αντιληπτές με ποικίλους τρόπους.
Ο Κορδέλλας, ο Σίμος και ο Βουγιούκας συμπληρώνουν τα δεδομένα των αρχαίων, με τέτοιο τρόπο, ώστε να συγκροτείται συγκεκριμένο σχέδιο βιομηχανικής ανάπτυξης για τη χώρα. Είναι σε θέση, κυρίως ο Κορδέλλας, να βλέπει στό το εγκαταλειμμένο Λαύριο αναπτυξιακή προοπτική. Αυτό δείχνουν τα έργα του και τα λόγια του.
Ο Παχύς αντιλαμβάνεται το ίδιο το αντικείμενο ως ευκαιρία άντλησης χρημάτων. Δεν τον ενδιαφέρει ούτε η ανάπτυξη της χώρας ούτε η προοπτική να γίνει βιομήχανος. Είναι η περίπτωση του κοσμοπολίτη επιχειρηματία, ο οποίος διαχειρίζεται ευκαιρίες. Τα ενδιαφέροντά του ολοκληρώθηκαν, αφού συμφώνησε με τον Σερπιέρη.
Ο Σερπιέρης συμπληρώνει, τα δεδομένα των αρχαίων και τις εκτιμήσεις του Κορδέλλα, με τη δική του οπτική, ώστε να συγκροτηθεί το σχέδιο μιας βιομηχανίας πνοής. Δεν αποβλέπει σε ευκαιριακή άντληση χρημάτων. Αντιλαμβάνεται το συγκεκριμένο αντικείμενο στη μακροπρόθεσμη διάστασή του και ακριβώς για το λόγο αυτό διατυπώνει το αίτημα για την παραχώρηση και του μεταλλείου. Όπως βλέπουμε η ελληνική πλευρά επικεντρώνεται στις σκωρίες, σε κάτι ορατό, άμεσο, σχεδόν έτοιμο. Ο Σερπιέρης δεν αγνοεί τις σκωρίες, κινείται, όμως, με όρους βιομηχανικής προοπτικής.
Η ελληνική πολιτεία, εξαιρούμε τους Ε. Σίμο, Α. Κορδέλλα και Π. Βουγιούκα, αντιλαμβάνεται το αντικείμενο ως θέμα, με μοναδικό ενδιαφέρον, την άσκηση εξουσίας. Αυτό δείχνει ο νόμος «περί μεταλλείων» του 1861, ο οποίος ενώ στη βάση του είναι ορθός, οι συνθήκες εφαρμογής του επιτρέπουν τις κομματικές συναλλαγές και τη διαφθορά. Το ίδιο δείχνει και η αδιαφορία της για τη θεμελιωμένη άποψη του Α. Κορδέλλα, ο οποίος επέμενε για την αξιοποίηση του Λαυρίου από το ίδιο το δημόσιο. Και το κυριότερο, εγκαταλείπει ένα θέμα, εθνικού συμφέροντος, στη διαπραγματευτική ικανότητα της κοινότητας Κερατέας, η οποία βρίσκεται να χειρίζεται ένα ζήτημα βιομηχανικής προοπτικής για τη χώρα σαν να πρόκειται για αγοροπωλησία αγροτεμαχίων.
Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κοινός στόχος. Και φαίνεται δύσκολο να υπάρξει, διότι οι μεμονωμένοι παράγοντες, που αναφέραμε παραπάνω, αντιπροσωπεύουν συλλογικότητες προσκολλημένες σε αντίστοιχα ενδιαφέροντα. Και το θέμα δεν είναι η κριτική, αλλά η καταγωγή και ο ρόλος των ενδιαφερόντων.
Στο θέμα, όμως, αυτό θα επανέλθουμε στα επόμενα σημειώματα όπου θα συμπληρώσουμε το σκεπτικό μας σε σχέση με τις σκωρίες, αλλά και την οικείωση με την τεχνολογία.
* Το Fractal ευχαριστεί τον Μανώλη Μαρκουλή. Εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν στο θέμα προέρχονται από το φωτογραφικό του αρχείο.