Έτος 2030: Η βεβήλωση της Μακρονήσου
Ο Παντελής έφτασε στο λιμάνι του Λαυρίου και τού ξέφυγε μια χριστοπαναγία μόλις είδε την ουρά στην προβλήτα – ήταν καμιά τριακοσαριά επιβάτες που περίμεναν για θαλάσσιο ταξί να τούς πάει απέναντι στη Μακρόνησο.
Τα ταχύπλοα έρχονταν συχνά-πυκνά, αλλά είχαν χωρητικότητα μόλις 20 ατόμων κι έπρεπε να περιμένει κάνα μισάωρο μέχρι να έρθει η σειρά του. Είχε γίνει ανυπόφορη η κατάσταση και χειροτέρευε σταθερά με την πάροδο του χρόνου. Κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά από τότε που λειτούργησε το καζίνο της Μακρονήσου πλάκωσαν όλοι οι γύφτοι και το ερημικό ιστορικό νησάκι που κάποτε το επισκεπτόσουν μόνο με ειδικό δρομολόγιο είχε γίνει πλέον πατείς-με-πατώ-σε.
Στήθηκε στην ουρά και αναρωτήθηκε πώς, αλήθεια, φτάσαμε ως εδώ; Πολιτικός μηχανικός που ήταν, πηγαινοερχόταν στη Μακρόνησο μια δεκαετία τώρα για δουλειές. Στην αρχή πήγαινε στη ζούλα, μαύρα μεσάνυχτα, με τις μαούνες φορτωμένες οικοδομικά υλικά για τα αυθαιρετάκια που έχτιζε. Μετά, όταν μαθεύτηκε τί γίνεται στο νησί εμφανίστηκαν οι κουκουέδες και έπεσαν κάτι ψιλές, αλλά το πνεύματα ψιλοηρέμησαν όταν η κυβέρνηση δεσμεύθηκε στη Βουλή πως θα έφτιαχνε μουσείο της Αντίστασης με ολογράμματα και εικονική αναπαράσταση των κτιρίων από την περίοδο του εμφυλίου που το νησί ήταν τόπος εξορίας. Το μουσείο δεν χτίστηκε ποτέ – άλλη μια εξαγγελία που βυθίστηκε στη λήθη. Άλλωστε, είχαν ήδη φύγει από τη ζωή τα ιερά τοτέμ της Αριστεράς που κάποτε ήταν φυλακισμένα στη Μακρόνησο κι όλη η ιστορία είχε ξεφτίσει. Βέβαια, οι κυβερνώντες θυμούνταν το νησί δύο-τρεις φορές το χρόνο και το ανέφεραν σε ομιλίες, συνήθως σε εθνικές γιορτές, ενίοτε δε το επισκέπτονταν για δηλώσεις on camera.
Ο παππούς του Παντελή ήταν από αριστερή οικογένεια, ταλαιπωρήθηκε επί χούντας και ψήφιζε ΚΚΕ μέχρι τέλους. Ο μπαμπάς του Παντελή ήταν ορκισμένος πασόκος, τα πήγε καλά στη ζωή του και κατάφερε να χτίσει μια σπιταρόνα στην Ποσειδωνία, δίπλα στο Σούνιο. Ο ίδιος ο Παντελής ήταν συνομήλικος του Αλέξη Γρηγορόπουλου και ανδρώθηκε στη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά το Πολυτεχνείο ψαχνόταν επαγγελματικά και τότε τού ‘σκασαν οι πρώτες δουλειές με σπίτια που χτίζονταν στη νοτιοανατολική Αττική. Κάπου εκεί τον ρώτησαν αν θέλει να αναλάβει ένα αυθαιρετάκι στη Μακρόνησο και στην αρχή τού φάνηκε κάπως. Μα στη Μακρόνησο; Θυμήθηκε κάτι που έλεγε συχνά ο παππούς του: «Η Μακρόνησος, Παντελάκη μου, είναι ο δεύτερος πιο ιερός τόπος στην Ελλάδα μετά την Ακρόπολη!». Μετά όμως σκέφτηκε ότι άλλο η ιδεολογία, άλλο η δουλειά – κι ότι άλλη εποχή τότε, άλλη εποχή τώρα. Ήδη επέβλεπε την έκτη κατασκευή στο νησί.
Εν τω μεταξύ, το ένα έφερνε το άλλο: τα σπίτια έφεραν μινιμάρκετ και ξεφύτρωσαν καφετέριες με ξύλινες εξέδρες στους ορμίσκους όπου έμαθε κολύμπι η κόρη του Παντελή. Όλο και περισσότεροι Αθηναίοι που κάποτε ερχόντουσαν μόνο τα Σαββατοκύριακα τώρα είχαν γίνει μόνιμοι κάτοικοι της Μακρονήσου. Το νησί είχε γεμίσει γεωτρήσεις, ενώ μια φορά την ημέρα ερχόταν και βυτιοφόρο με φέρι από το Λαύριο. Υπήρχε ήδη μια κεντρική οδική αρτηρία κατά μήκος της δυτικής παραλίας και πολλοί κάθετοι δρόμοι που ανέβαιναν προς τη ράχη μέσα από τις συνοικίες. Στην πορεία εμφανίστηκε δημοτικό σχολείο και πρόσφατα ένας επενδυτικός όμιλος μετέτρεψε το κτίριο των αρτοκλιβάνων σε καζίνο. Μετά από αρκετά χρόνια με γεννήτριες, το νησί είχε πλέον ρεύμα μέσω υποβρύχιας διασύνδεσης με τον υποσταθμό της ΔΕΗ απέναντι. Οξυνόταν δε συνεχώς το πρόβλημα με τα απόβλητα και τα βράχια στην ανατολική πλευρά της Μακρονήσου ήταν ήδη μια τεράστια ανεξέλεγκτη χωματερή, με τα σκουπίδια να πέφτουν στη θάλασσα.
Μια και δούλευε στο νησί, ο Παντελής είχε υπόψη του την ατέρμονη διαμάχη μεταξύ διαφόρων συναρμόδιων Υπουργείων και του Δήμου Κέας, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης της Μακρονήσου και υπεύθυνος για τη διαχείρισή της. Κατά καιρούς εμφανίζονταν στα ΜΜΕ άρθρα για προτάσεις του Δήμου σχετικά με την ήπια ανάπτυξη του ιστορικού νησιού, μαζί με φριχτά παράπονα ότι η δημοτική αρχή έχει τα χέρια της δεμένα από το κράτος. Κάποια στιγμή, μάλιστα, ο Δήμος Κέας τα βρόντηξε και ανακοίνωσε ότι εξετάζει σοβαρά την αποποίηση ιδιοκτησίας της Μακρονήσου.
Ο τότε δήμαρχος δήλωσε σε μια πολύκροτη συνέντευξη Τύπου ότι δεν γίνεται να θεωρείται υπεύθυνος για ένα νησί που είναι εθνικής εμβέλειας λόγω της ιστορίας του, αλλά το κράτος ποιεί την νήσσαν και δεν κάνει τίποτα να εμποδίσει τους καταπατητές. «Ή θα μού δώσετε τους πόρους και τα εργαλεία να διαχειριστώ τη Μακρόνησο», φώναζε έξαλλος ο δήμαρχος, «ή πάρτε την εσείς, για να τελειώνει αυτή η κοροϊδία! Στο κάτω-κάτω, θέλεις μια ώρα να πας στη Μακρόνησο από την Τζια και είναι στα πέντε λεπτά από το Λαύριο. Δεν έχω την παραμικρή υποστήριξη από την αστυνομία κι άλλες κρατικές υπηρεσίες, αλλά ζητάτε από μένα να μεταφέρω μπουλντόζες στη Μακρόνησο, να γκρεμίζω σπίτια και να παίζω μπουνίδι με τους παραβάτες; Ξεχάστε το! Ας την πάρει, λοιπόν, τη Μακρόνησο το κράτος που τόσο κόπτεται για την ιστορία της κι ας την διαχειριστεί το ίδιο! Το πιθανότερο είναι ότι θα την κάνει σαν τα μούτρα του, αλλά πάντως εμείς οι Τζιώτες ουδεμία ευθύνη φέρουμε για την καταστροφή που συντελείται εκεί».
Ο Παντελής υπομειδιούσε όταν τα άκουγε αυτά. Είχε φάει ώρες ατελείωτες σε πολεοδομίες κι εφορίες και ήξερε τι κουμάσια είναι εκεί – ήταν να μην ανοίξει το στόμα του. Είχε υπόψη του και το ειδικό καθεστώς που είχε παραχωρήσει το κράτος στη Μακρόνησο, υποτίθεται για να την προστατεύσει, αλλά στην πράξη το αντίθετο ακριβώς συνέβαινε. Ταυτόχρονα, ήξερε πολύ καλά ότι και ο Δήμος Κέας την έχει λερωμένη τη φωλιά του. Είχε γνωρίσει τρεις δημάρχους Κέας από τότε που ασχολήθηκε με τη Μακρόνησο – όλοι τους ερχόντουσαν στο νησί, ψέλλιζαν κάτι για προστασία του περιβάλλοντος, έκαναν διαπιστώσεις, φώναζαν για τις κραυγαλέες παραβάσεις που έβλεπαν κι έφευγαν. Κανείς απ’ αυτούς δεν είχε τα κότσια να συγκρουστεί και να επιμείνει στις προτάσεις του για μια άλλη Μακρόνησο. Το δε κράτος έκανε τα στραβά μάτια και, μέσα σ’ αυτόν τον διοικητικό κυκεώνα, οι νέες οικοδομές ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια. Ένας φίλος του Παντελή γέλαγε και του ’λεγε ότι, έτσι όπως πάνε τα πράγματα, το σωστό όνομα του νησιού θα ήταν Μανιταρόνησος. Η οποία Μανιταρόνησος θαβόταν χρόνο με το χρόνο, μαζί με την ιστορία της και την παρθένα φύση της, κάτω από άσφαλτο, μπετά και σκουπίδια.
«Πώς περνάν τα άτιμα τα χρόνια!», μουρμούρισε ο Παντελής όσο προχωρούσε βήμα-βήμα στην προβλήτα. Αναρωτήθηκε πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα και η Μακρόνησος έγινε τόσο σημαντικό κομμάτι της ζωής του. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε πρωτοήρθε στο νησί – μάλλον το 2017 ή κάπου εκεί, σε μια μονοήμερη εκδρομή με τη γυναίκα του. Είχαν περπατήσει στον μοναδικό χωματόδρομο που υπήρχε τότε και είχαν δει τα ερειπωμένα κτίρια από την περίοδο του εμφυλίου, αλλά και τα πρώτα νεόδμητα σπίτια, παρέα με τις πρώτες πρόχειρες χωματερές.
Εν τω μεταξύ, είχε έρθει η σειρά του και ανέβηκε στο ταχύπλοο μαζί με κάτι Άραβες και Κινέζους που πιθανότατα πήγαιναν στο νησί για τζόγο. Ήταν άκεφος και σκυθρωπός, αν και δεν μπορούσε να προσδιορίσει τί ακριβώς τον ενοχλούσε – ή μάλλον δεν είχε τη διάθεση να το ψάξει. Κάθισε στη θέση του και κρατήθηκε από τη μπάρα. Είχε σουρουπώσει και απέναντι η φωταγωγημένη Μακρόνησος, κάποτε σκοτεινό ερημονήσι, καλωσόριζε τους επισκέπτες της. Χαρούμενη και υπερήφανη για τη βεβήλωσή της.
<> ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ Η ΕΚΦΡΑΣΗ