Ο Μάνος Λοΐζος της μνήμης και της καρδιάς μου… Του Χρήστου Προμοίρα
Ίσως αν δεν είχα την τύχη να γνωρίσω τον Μάνο Λοΐζο η ζωή να με είχε τραβήξει αλλού…
Σεπτέμβρης 1981στην ‘’ΧΡΥΣΗ ΤΟΜΗ’’ στην Κερατέα, ο Μάνος Λοΐζος διαβάζει στα όρθια στίχους μου στην αίθουσα του πινγκ-πονγκ . την ίδια στιγμή η καρδιά μου λειτουργεί σαν τρελό φορτηγό από την αγωνία της.
– Σου γράφω το τηλέφωνό μου –μου είπε στο τέλος-από Δευτέρα να με πάρεις … Μετά τις δέκα …ξυπνάω αργά… θα σε περιμένω…
Η Δευτέρα έφτασε ….το τηλέφωνο έγινε και την Τετάρτη βρέθηκα με τα στιχάκια μου στο σπίτι του Μάνου…
Και όλα άρχισαν απ’ την αρχή….. οι στίχοι , τα τραγούδια , τα ακούσματα, τα βιβλία, οι γνωριμίες , τα στέκια, οι οπτικές γωνίες και πάνω απ’ όλα δυο βασικές αρχές : η αυτοπεποίθηση και η αισθητική!!!
Καινούργια φτερά στους ώμους καινούργιοι ουρανοί, καινούργια δρόμοι για περπάτημα αφού ο Μάνος ήταν και παραμένει ο αγαπημένος μου συνθέτης και ο ακριβός μου μέντορας σε θέματα πολιτιστικής αντίληψης!!!
Αλλά και μια γλυκιά , ζεστή και φωτισμένη καθημερινότητα αφού στη ζωή μου μπήκαν νέα ονόματα, καταλυτικές εξελίξεις , καινούργιες πληροφορίες για την δισκογραφία , σπαρταριστά παραλειπόμενα και βέβαια ο γλυκύτατος και απολαυστικός Γιώργος Μέγγουλης . Φίλος του από την Κερατέα εξαίρετος που πέθανε το 2010 με το όνομά του Λοΐζου στα χείλη!!!
Ο Μάνος Λοΐζος όπως όλοι αυτοί οι μεγάλοι που μας άφησαν είναι απόντες-παρόντες πηγαινοέρχονται απρόβλεπτα στα ραδιόφωνα , το διαδίκτυο , στις οθόνες του μυαλού μας , στις κρυψώνες και στα εικονοστάσια της ψυχής μας…
Ζουν με τον τρόπο τους, επιβιώνουν με το έργο τους, και πορεύονται παράλληλα κι αιώνια με την ευχή των γονιών μας και τη θύμηση των αγαπημένων μας!!!
Μάνο ακόμα μια φορά … Σ’ ευχαριστώ!!!
Σήμερα διάλεξα για αρχή ένα κείμενο του Δημήτρη Γκιώνη όπως δημοσιεύτηκε στην ‘’Εφημερίδα των Συντακτών’’ στις 16 .09.2017.Στη σνέχεια Μια συνέντευξή του Μάνου Λοΐζου από το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Μάνος Λοΐζος» και ένα μήνυμα του Γιάννη Ρίτσου Από το βιβλίο του Θανάση Συλιβού, “Μάνος Λοΐζος… η δική του ιστορία”,
Απολαύστε το!!!
Για τα 35 χρόνια από τον χαμό του Μάνου Λοΐζου
Αν ο Μάνος Λοΐζος ζούσε, θα συμπλήρωνε στις 22 Οκτωβρίου τα 80 του. Ωστόσο «έφυγε» 25 ημέρες πριν από τα γενέθλιά του, 17 Σεπτεμβρίου 1982, σαν αύριο, πριν από 35 χρόνια, στα 45 του.
«Ο πρόωρος χαμός του αποτελεί τραγωδία σε εθνική διάσταση», δήλωσε ο Μίκης Θεοδωράκης μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατό του. Και: «Για μένα προσωπικά ήταν πιο πολύ από αδελφός, φίλος, συνάδελφος. Ηταν η περηφάνια μου… Γιατί μπόρεσε, μ’ ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι ένα τραγούδι, να πάει μια πήχη πιο πέρα τον ορίζοντα».
Και η Χαρούλα Αλεξίου (η και πρόεδρος, τότε, της Ενωσης Τραγουδιστών Ελλάδας), στην εξόδιο ακολουθία: «Να πας στο καλό, Μάνο, και σ’ ευχαριστούμε».
Και καθώς ο Μάνος δεν ήταν μόνο καλλιτέχνης, αλλά και συνδικαλιστής – πρόεδρος της Ενωσης Μουσικών Συνθετών Ελλάδας: «Σ’ ευχαριστούμε γιατί ήσουνα ο πρώτος που μας πήρες από το χέρι και μας έμαθες ν’ αγωνιζόμαστε για τα δίκαιά μας. Σ’ ευχαριστούμε γιατί μας άφησες τα τραγούδια σου».
Και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, που ο Λοΐζος έντυσε με μουσικές στίχους του, σε μια από τις επετείους του θανάτου του: «Έχω την πεποίθηση ότι αν ζούσε ο Μάνος, το ελληνικό τραγούδι δεν θα είχε πάρει τον σημερινό κατήφορο. Υπερβολή; Κι όμως, ένας προικισμένος και γενικότερα αποδεκτός καλλιτέχνης είναι ικανός να αλλάξει την πορεία του ποταμιού, πιστεύω».
Έλαχε να γνωρίσω τον Λοΐζο πριν γίνει γνωστός ως συνθέτης, σε μια παρέα. Και ως δημοσιογράφος τού είχα πάρει τις περισσότερες από τις λίγες συνεντεύξεις που είχε δώσει, συν το ρεπορτάζ σ’ ένα δίωρο αφιέρωμα στην τηλεοπτική εκπομπή «Παρασκήνιο».
Δεν καταφρονούσε τη δημοσιότητα, αλλά και δεν της ήταν εύκολος. Προφανώς εκτιμούσε ότι είχε κάτι καλύτερο να κάνει – για να μην πω ότι βαριόταν τις συνεντεύξεις.
Στην πρώτη μεγάλη συνέντευξη για το περιοδικό «Τετράδιο» (Δεκέμβριος 1974 – Ιανουάριος 1975), είχε εξομολογηθεί:
Ο δρόμος
«Πρωτόγραφα τραγούδια απ’ τα εφηβικά μου χρόνια κι εξακολουθώ να γράφω, κατά κύριο λόγο γιατί αγαπώ τα τραγούδια σαν μορφή έκφρασης, σαν μορφή επικοινωνίας και πολιτικής πράξης πολλές φορές.
Στην προ της δικτατορίας περίοδο το τραγούδι μας βρισκόταν σε προοδευτική εξέλιξη.
Εξηγούμαι: έχουμε τόσο πλούσια μουσική και ποιητική παράδοση, ώστε, πιστεύω, οι νεότερες γενιές βρίσκονται σε πολύ προνομιακή θέση, γιατί έχουν όλη τη δυνατότητα να βασιστούνε πάνω της και να προχωράνε.
Ο δρόμος (ή, αν θέλεις, ένας δρόμος) είχε χαραχτεί πολύ πετυχημένα από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι […]
»Αυτή λοιπόν η διάθεση, αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του τραγουδιού μας, που το έκανε να ’ναι τόσο αγαπημένο απ’ τον κόσμο, κόπηκε απότομα από τη δικτατορία.
Ανέκαθεν το τραγούδι ενοχλούσε την Πολιτεία, γι’ αυτό και η λογοκρισία υπήρχε κι εξακολουθεί ακόμα να υπάρχει [καταργήθηκε λίγο αργότερα].
Όμως η δικτατορία το φοβήθηκε ακόμα περισσότερο και το απαγόρευσε – δεν ανεχόταν ούτε καν τον πιο αθώο συμβολισμό (π.χ. την ενοχλούσε το “Όταν λευτερωθεί η Κρήτη”).
Όμως η οργή, ο πόνος, η απόφαση να σταθούμε όρθιοι πολλές φορές έφεραν το αποτέλεσμά τους και στο τραγούδι.
Πολλοί –ο καθένας με το μπόι του– κράτησαν γερά».
Μια «μακαριά»
Το βράδυ της ταφής του Λοΐζου, ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του Άσπα είχαν την καλή ιδέα να παραθέσουν στο σπίτι τους μια «μακαριά» στη μνήμη του Μάνου για λίγους φίλους (την κόρη του Μάνου, Μυρσίνη, και τη μητέρα της, Μάρω, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιώργο και την Άννα Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου και τον τότε σύζυγό της Αχιλλέα Θεοφίλου, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Νίκο Καρούζο, τον Χρήστο Λεοντή, τον Φώντα Λάδη, τον Μανώλη Ρασούλη κ.ά.).
Κι ήταν εκεί, μεταξύ εδεσμάτων, οίνου και λογής μνήμες για τον Μάνο, που ο Καρούζος, εκφράζοντας την πικρία, αλλά και την αγανάκτηση για τη «βιασύνη» του Λοΐζου να μας αφήσει, αναφέρθηκε σε μια φυλή της Αφρικής. Όπου, λέει, μόλις πεθαίνει κάποιος, ιδιαίτερα νέος, οι δικοί του τον κρεμάνε σ’ ένα δέντρο και τον δέρνουν που τους εγκατέλειψε!
Μια συνέντευξή του Μάνου Λοΐζου από το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Μάνος Λοΐζος»
Συνέντευξη στον Γ. Λεονταρίτη («Εβδομάδα», 13.7.1966)
«Ο Σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων έχει απαγορεύσει τα τραγούδια μου και αυτό το θεωρώ μεγάλη μου τιμή… Δεν μπορώ να τα υποβάλω στη λογοκρισία, γιατί ξέρω πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να περάσουν».
Μιλάει ο Μάνος Λοΐζος, ένας από τους πιο άξιους συνθέτες της νέας γενιάς. Και συνεχίζει:
—Ο θεσμός αυτός, της λογοκρισίας, είναι κατάλοιπο της γερμανικής κατοχής και συμφέρει σε μερικούς, γιατί τους είναι αδιάφορη η πνευματική εξέλιξη του λαού.
Μέσα στα τόσα που έχει κάνει η κυβέρνηση των αποστατών, θα θυμόμαστε και το ότι μιμήθηκε τον Καραμανλή στο θέμα του διωγμού και της απαγόρευσης του Θεοδωράκη από το ΕΙΡ και προκάλεσε ακόμα την «απεργία» των Χατζιδάκι και Ξαρχάκου.
Άλλη μια δόξα της «κυβέρνησης» είναι το ότι, με μια πλήρη παχυδερμία, δεν ενδιαφέρεται αν χιλιάδες κόσμος έχει κλείσει τα ραδιόφωνά του εξαιτίας των διώξεων αυτών.
Νομίζεις ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι στραμμένος ιδεολογικά;
Βεβαίως και πρέπει. Το θέμα είναι να μπορείς να είσαι στρατευμένος και γνήσιος καλλιτέχνης, λέγοντας αυτά που πιστεύεις. Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί μέσα στον δρόμο αυτής της σχολής, μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι η στρατευμένη τέχνη είναι ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά.
Απλός και εγκάρδιος χωρίς ίχνος βεντετισμού, ο Λοΐζος αγωνίστηκε σκληρά για να φτάσει εκεί που έφτασε. Μεγάλωσε στην Αίγυπτο. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο, μπήκε στην Ανωτάτη Εμπορική. Γρήγορα, όμως, κατάλαβε ότι η επιστήμη αυτή δεν τον τράβαγε και στράφηκε στη μουσική, που λάτρευε από παιδί. Όταν το 1955 ήρθε στην Ελλάδα, οι πρώτοι που τον ενθάρρυναν στη δουλειά του, ήταν ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και ο Μίμης Πλέσσας.
—Το πρώτο σου τραγούδι ποιο ήταν;
—Το «Τραγούδι του δρόμου» σε στίχους του Λόρκα. Αυτός ήταν και ο πρώτος δίσκος που έγραψα, στα 1963. Μετά, ακολούθησε η συναυλία με τον Λεοντή στο «Ακροπόλ», όπου ο Θεοδωράκης μας παρουσίασε σαν το «γεγονός της χρονιάς».
Έπειτα ακολούθησε η μουσική που έγραψε για πολλά θεατρικά έργα.
—Τον χειμώνα του 1964 έγραψα τον «Δρόμο», που νομίζω ότι είναι το καλύτερο τραγούδι μου. Αναφέρεται στην περίοδο της Κατοχής, αλλά έχει μια εφαρμογή πιο καθολική, σε κάθε περίπτωση που ένας λαός αγωνίζεται για την ελευθερία του.
—Θέλεις να μιλήσουμε για τους στιχουργους μας;
—Ήταν σταθμός για μένα η γνωριμία μου με τον Νεγρεπόντη. Αναζητούσα πάντοτε ποιήματα με έντονο κοινωνικό περιεχόμενο και προβλήματα σύγχρονα. Η δουλειά του Νεγρεπόντη με συγκίνησε, γιατί βρήκα μέσα σ’ αυτήν το πολιτικό τραγούδι. Σ’ άλλες χώρες, το πολιτικό τραγούδι έχει πάρει μεγάλη ανάπτυξη, όπως π.χ. στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική, με την Τζόαν Μπαέζ. Εδώ, βρίσκεται ακόμα στις αρχές του.
Η κυριότερη αιτία νομίζω ότι είναι ένας ανεπίτρεπτος φραγμός, που λέγεται λογοκρισία. Αλλά ας μη φεύγουμε από το θέμα. Σου έλεγα για τους στιχουργούς μας. Πρέπει να σου πω ότι, εκτός από τον Νεγρεπόντη, ξεχωρίζω τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και την Κωστούλα Μητροπούλου. Ο Παπαδόπουλος έχει μεγάλο ταλέντο και το προσόν, οι στίχοι του να μιλάνε άμεσα στο λαό. Τελευταία, ετοιμάζουμε μαζί μια σειρά από νέα τραγούδια.
—Το λαϊκό τραγούδι πώς το βλέπεις; Σε ποιο δρόμο βρίσκεται;
—Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια πολύ ώριμη θέση. Τα στοιχεία που με κάνουν να πιστεύω αυτό το πράγμα, είναι ότι έχει γίνει συνείδηση σε όλους εμάς, που ασχολούμαστε με το τραγούδι, η αξία της λαϊκής μουσικής. Η δουλειά του Τσιτσάνη, του Μητσάκη και του Βαμβακάρη αποτελεί ένα υλικό και ένα παράδειγμα για την εργασία μας. Από την άλλη μεριά, έχουμε καταλάβει την αξία του δημοτικού μας τραγουδιού. Ακόμα, για μας τους νεότερους, υπάρχει και ο σωστός δρόμος ενός Χατζιδάκι και ενός Θεοδωράκη, που έχει αποδειχτεί σωστός από την αγάπη που τους δείχνει ο λαός. Άλλος λόγος ενθαρρυντικός είναι μια κοινωνικοποίηση, αν θέλετε, που έχουν σήμερα οι στίχοι των τραγουδιών μας.
Άλλος ένας λόγος είναι ότι έχουμε μια παράδοση θεατρικού τραγουδιού. Έχουμε δηλαδή τραγούδια, που εγγίζουν παγκόσμια προβλήματα και ανοίγουν νέους δρόμους στους σημερινούς συνθέτες. Παράδειγμα, τα ποιήματα του Λόρκα και του Καμπανέλλη. ‘Οταν λέω όλα αυτά, μιλάω για ανθρώπους που ασχολούνται σοβαρά και υπεύθυνα με το ελληνικό τραγούδι και όχι για τις δεκάδες των συνθετών, που πουλάνε κάθε είδους κατασκεύασμα, με σκοπό να βγάλουνε χρήματα. Αυτοί απλούστατα πουλάνε ένα είδος χασίσι και αργά ή γρήγορα περνάνε στο περιθώριο.
Aπό το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Μάνος Λοίζος»
Από το βιβλίο του Θανάση Συλιβού, “Μάνος Λοΐζος… η δική του ιστορία”, το οποίο εκδόθηκε από τη Σύγχρονη Εποχή αναδημοσιεύουμε ένα μήνυμα του Γιάννη Ρίτσου:
Ποτέ δεν ξεχνιέται…
του Γιάννη Ρίτσου
Ο Μάνος Λοΐζος είναι απ’ τις σημαντικότερες δυνάμεις του νεοελληνικού τραγουδιού. Η μουσική του οικεία, φιλική, μας κερδίζει απ’ το πρώτο της άκουσμα, σύμφωνα μ’ ένα πλατύτατο κοινωνικό συναίσθημα που περιλαμβάνει και το δικό μας. Δεν επιζητεί ποτέ να εκπλήξει. Ανταποκρίνεται στην αναμονή μας, με μιαν έκφραση απλή, έμπιστη, καθόλου όμως κοινότοπη. Αυτό νομίζω πως ήταν το μυστικό της τέχνης του και της επιτυχίας του: να πρωτοτυπεί παραμένοντας γνώριμος μέσα σε μια μουσική ατμόσφαιρα ενεργειακής πραότητας και ταυτοχρόνως πειστικής αγωνιστικότητας. Γι’ αυτό τα τραγούδια του αγαπήθηκαν πολύ, τραγουδήθηκαν πολύ και θα τραγουδιούνται πάντα.
Τον Μάνο τον γνώρισα μαζί με τον Λεοντή. Σε κάποια καλλιτεχνική εσπερία της “Πανσπουδαστικής”, θαρρώ το ΄60, τότε που είχε ξεσπάσει το ζωογόνο δυναμικό κίνημα της μουσικής του Θεοδωράκη. Με πλησίασε και μου ζήτησε με τη χαρακτηριστική του σεμνότητα, την άδεια να γράψει μουσική για το “Πρωινό Άστρο”. Του την έδωσα ευχαρίστως. Μου είπε πως είχε ήδη γράψει μερικά τραγούδια πάνω σ’ αυτό το ποίημά μου και θα’ θελε να τ’ ακούσω. Δεν τ’ άκουσα ποτέ.
Το 1972 όταν γύρισα από την εξορία, ήρθε δυο φορές σπίτι μου με την κιθάρα του. Έπαιξε και τραγούδησε πολλά τραγούδια του απ’ τις μεταφράσεις μου των ποιημάτων του Χικμέτ, θυμήθηκε 2-3 τραγούδια απ’ το “Πρωινό Άστρο” και δυο πολύ ωραία τραγούδια απ’ την “Εαρινή Συμφωνία”. Μου εξομολογήθηκε πως αγαπάει πολύ αυτό το ποίημα και θέλει να ετοιμάσει έναν δίσκο. Η μουσική του με συγκίνησε βαθύτατα. Τότε ακριβώς, με φωνή όλο πάθος και χτυπώντας δυνατά τις χορδές της κιθάρας, μου τραγούδησε τον “Τσε Γκεβάρα”. Ήταν μια μεγάλη ολόφωτη στιγμή μέσα σ’ εκείνα τα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας. Η συντροφικότητα θριάμβευε και προετοίμαζε το Πολυτεχνείο. Πριν λίγο μου είχε στείλει ο Χρήστος Λεοντής μια κασέτα με το “Καπνισμένο Τσουκάλι”. Η ελπίδα ξανα-αποκτούσε όλα της τα δικαιώματα και ο αγώνας φούντωνε. Ο Θεοδωράκης με την “Κατάσταση Πολιορκίας”, όντας παράνομος, ήταν πανταχού παρών. “Η Ρωμιοσύνη” βρόντηξε το Πολυτεχνείο. Ιδού η μεγάλη συνεισφορά της μουσικής και της ποίησης στον αγώνα του λαού. Ένας Μάνος Λοΐζος ποτέ δεν ξεχνιέται.
Δεν ξέρω τι έγιναν τα τραγούδια του πάνω στο “Πρωινό Άστρο” και στην “Εαρινή Συμφωνία”. Ήταν εξαιρετικά ωραία. Θα πρέπει να ερευνηθούν προσεκτικά τα κατάλοιπά τους. Θα’ταν κρίμα να χαθούν.
Καλέ μας φίλε, καλέ μας σύντροφε Μάνο, είσαι κοντά μας, χέρι με χέρι, στο μεγάλο αγώνα για ελευθερία και ειρήνη.
Η Δισκογραφία
1968 Ο Σταθμός (MINOS)
1970 Θαλασσογραφίες (MINOS)
1971 Ευδοκία (MINOS) Soundtrack
1972 Να χαμε τι να χαμε (MINOS)
1974 Καλημέρα ήλιε (MINOS)
1974 Τα τραγούδια του δρόμου (MINOS)
1975 Τα Νέγρικα (Μαρία Φαραντούρη)
1976 Τα τραγούδια μας (ΜΙΝΟS)
1979 Πρώτες εκτελέσεις (ΜΙΝΟS)
1979 Τα τραγούδια της Χαρούλας (ΜΙΝΟS)
1980 Για μια μέρα ζωής (ΜΙΝΟS)
1983 Γράμματα στην αγαπημένη (ΜΙΝΟS)
1985 Ο δρόμος του Μάνου (ΜΙΝΟS)
1985 Αφιέρωμα από το Ολυμπιακό στάδιο
1992 Οι μπαλάντες του Μάνου (ΜΙΝΟS)
1995 Κάτω από ένα κουνουπίδι (Μεσόγειος)
1997 Ενθύμιο Τρυφερότητας
2002 Εκτός Σειράς. Σαράντα σκόρπιες ηχογραφήσεις
2003 Τα τραγούδια του Σεβάχ
2007 Αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο (Χάρις Αλεξίου)
001.Η μέρα εκείνη δε θα αργήσει
002. ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΟΛΑ ΣΕ ΘΥΜΙΖΟΥΝ
003. Γιάννης Καλατζής ~ Το παλιό ρολόι
004. Βασίλης Παπακωνσταντίνου – Σ’ Ακολουθώ
005. Δέκα Παλικάρια – Γιώργος Νταλάρας
006. Δε θα ξαναγαπήσω – Στέλιος Καζαντζίδης
Ευχαριστούμε το Lavriaki.gr για την φιλοξενία του.
Πηγές:Εφημερίδα των Συντακτών-Περιοδικό ‘’Τετράδιο’’-Απόσπασμα από το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Μάνος Λοΐζος» – Θανάσης Συλιβός, “Μάνος Λοΐζος’’-MINOS–EMI
Ευχαριστούμε!!!
Α Ν Α Τ Ο Λ Ι Κ Α Τ Η Σ Α Τ Τ Ι Κ Η Σ
Με τον Χρήστο Προμοίρα