Η βιομηχανική αρχαιολογία και ο πολιτιστικός τουρισμός στη Λαυρεωτική
Βιομηχανική αρχαιολογία είναι σύμφωνα με το Rainer Slotta «η συστηματική διερεύνηση όλων των υλικών πηγών του βιομηχανικού παρελθόντος, από την προϊστορία ως και το παρόν».
Με αυτόν τον ορισμό γίνεται μια προσπάθεια να δοθούν με τον πλέον προσεκτικό και περιεκτικό τρόπο οι χαρακτηριστικές ιδιότητες και το περιεχόμενο αυτού του επιστημονικού κλάδου, και παράλληλα γίνεται κατανοητό ότι η βιομηχανική αρχαιολογία επιχειρεί, έχοντας ως βάση τα τεχνικά μνημεία, να περιγράψει την ιστορία της βιομηχανικής εξέλιξης. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη η θεώρηση του μνημείου, ως φορέα πληροφοριών είναι σημαντική, αφού σε αυτό βρίσκεται ενσωματωμένο το σύνολο των επιδράσεων του πολιτισμού και του περιβάλλοντος.
«Ο πολιτισμός της μηχανής», που σημαδεύει τους δυο τελευταίους αιώνες της ιστορίας μας, άφησε τα αποτυπώματά του στα εργοστάσια – τρένα – μηχανικά έργα -μέσα επικοινωνίας και μεταφοράς – μηχανές, εργαλεία – εργατική κατοικία και λοιπά. Αυτός ο πολιτισμός της «βιομηχανικής επανάστασης» που προκάλεσε ριζικές αλλαγές στον τρόπο παραγωγής στις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές δομές, αναγνωρίζεται παγκόσμια σήμερα ως πολιτιστικό αγαθό και με τα κατάλοιπά του ασχολείται η επιστήμη της «βιομηχανικής αρχαιολογίας». Το βιομηχανικό κτήριο, στα πλαίσια αυτά, αποτελεί το κύριο τεκμήριο της βιομηχανικής δραστηριότητας και ως πολιτιστικό αγαθό ιδιαίτερης σημασίας, απαιτεί την τεκμηρίωση- αναγνώριση και ανάδειξή του.
Είναι σαφές, ότι τα βιομηχανικά- τεχνικά μνημεία είναι εκείνα, τα οποία θα μας βοηθήσουν να γνωρίσουμε τη μικροϊστορία του τόπου στον οποίο είναι ενταγμένα, είναι εκείνα που πάνω τους είναι αποτυπωμένη ολόκληρη η ιστορία και μέσα από τη δική τους παρουσία και «συνδιαλλαγή» θα έχουμε τη δυνατότητα να αντλήσουμε ιστορικά δεδομένα και στοιχεία, ικανά να μας οδηγήσουν στην ιστορική γνώση για την πόλη της οποίας τα μνημεία εξετάζουμε με τη βοήθεια της βιομηχανικής αρχαιολογίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα βιομηχανικά-τεχνικά μνημεία δύνανται να λειτουργήσουν ως ιστορικές πηγές που αν διασωθούν, αποκατασταθούν και αξιοποιηθούν θα είναι σε θέση να «προσφέρουν» σε γηγενείς και επισκέπτες τις κατάλληλες ιστορικές πληροφορίες και γνώσεις.
Σε ότι αφορά στο Λαύριο, σήμερα, η μεταλλουργική δραστηριότητα έχει πλέον σταματήσει, αλλά όλος ο χώρος είναι διάσπαρτος από κτήρια- εγκαταστάσεις, που μαρτυρούν το απώτερο και πρόσφατο παρελθόν, αλλά κυρίως σηματοδοτούν ακόμη τη ζωή του Λαυρίου. Η σχεδόν αυτάρκης «Company Town» του Λαυρίου δημιούργησε μια σειρά από κτήρια, που καλύπτουν διαφορετικούς τομείς της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και οι οποίες κτίστηκαν με στόχο να εξυπηρετήσουν τη λαυρεωτική μεταλλουργία.
Μέσα από την παρούσα τοποθέτηση επιχειρείται να αποκαλυφθεί και να κατανοηθεί η σημασία που, σήμερα, μπορεί να έχουν τα «τεχνικά μνημεία» για την ίδια την πόλη. Κύρια επιδίωξη είναι να ερευνηθεί και να αποκρυπτογραφεί ο μνημειακός πλούτος για δικό της λογαριασμό. Να ανιχνευτούν οι κρυμμένες δυνατότητες.
Και για πιο λόγο αυτός ο στόχος; Τι θα κερδίσει το Λαύριο; Σε τι ανάγκες ανταποκρίνεται; Και πως μπορεί να γίνει στην πράξη κάτι τέτοιο; Όταν ο κόσμος όλος μιλάει για το μέλλον και τις μεγάλες αλλαγές, γιατί η στροφή προς τα πίσω;
Χωρίς καμιά αμφιβολία το ζητούμενο είναι οι προοπτικές της πόλης. Και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο ερώτημα για το πως διαμορφώνεται σήμερα η πορεία των πραγμάτων. Τα τεχνικά μνημεία του αρχαίου και νεότερου Λαυρίου είναι, κατά κύριο λόγο, κατάλοιπα τεχνικών έργων και βιομηχανικών εγκαταστάσεων, κυρίως του μεταλλευτικού και μεταλλουργικού τομέα. Τα έργα αυτά προβάλλουν τη λογική του σχεδιασμού τους και τις λεπτομέρειες της κατασκευής τους
Για όποιον έχει ασχοληθεί με τη βιομηχανία και ιδιαίτερα με τη μεταλλευτική και μεταλλουργική βιομηχανία, οι εγκαταστάσεις αυτές παρουσιάζονται ως η ζωντανή ιστορία της τεχνολογίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας και της κοινωνίας της εποχής. Σε πολλές, μάλιστα, περιπτώσεις παριστάνουν θέματα των επιστημών στην πράξη. Κατά την εποχή της λειτουργίας τους, τα μνημεία αυτά εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες ανάγκες της παραγωγής, ενώ η θεώρηση και η διαχείριση γινόταν αποκλειστικά με κριτήρια λειτουργικότητας.
Όλες αυτές οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές, τα όργανα, τα τεχνικά έργα, οι συσκευές αποτελούσαν προϊόντα συλλογικής δημιουργίας με σημαντικές διανοητικές και γενικότερα πολιτιστικές συστατικές διασυνδέσεις με την αντίστοιχη κοινωνία. Οι διασυνδέσεις αυτές ενσωματώθηκαν πάνω στις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα και πήραν συμβολικό χαρακτήρα.
Στην περίπτωση του νεότερου Λαυρίου τα γεγονότα αυτά αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι στο σώμα των εγκαταστάσεων έχουν αποτυπωθεί συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ατομικής και συλλογικής ζωής της πόλης. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο οι εγκαταστάσεις της πρώην Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου λειτουργούν και ως παρακαταθήκη εμπειριών, νοημάτων και εμπνεύσεων, χρήσιμων για το σχεδιασμό κάποιας νέας συνέχειας. Έτσι αποτελούν τεχνικά μνημεία ιδιαίτερης σημασίας όχι μόνο για την ιστορία της πόλης, αλλά και για την οικονομική ιστορία της χώρας.
Έχουν ιστορική, τεχνολογική, κοινωνική, αρχιτεκτονική και επιστημονική αξία και γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται και κρίνεται σκόπιμη η προσπάθεια, όχι μόνο απλής προβολής τους, αλλά ταυτόχρονα και μιας ιδιαίτερης μέριμνας, με στόχο τη δημιουργία κατάλληλων υποδομών που θα επιτρέψουν να μετατρέψουμε ένα τεχνικό μνημείο σε πόλο έλξης και προσέλκυσης επισκεπτών, προβάλλοντας έτσι όλο αυτό το ιστορικό και πολιτιστικό υπόβαθρο, που το μνημείο «κρύβει» στα σπλάχνα του.
Μπροστά λοιπόν σε μια τέτοιας υφής και διάστασης δημιουργούμενη κατάσταση, θα λέγαμε ότι δεν αποτελεί «ουτοπία», η αναζήτηση των τρόπων εκείνων αξιοποίησης και προβολής των τεχνικών μνημείων που η περιοχή της Λαυρεωτικής διαθέτει σε μέγιστο βαθμό και που βέβαια αλληλοσυμπληρώνονται και «διανθίζονται» με τα εκ προοιμίου αναγνωρισθέντα σε αυτήν ιστορικά και πανάρχαια μνημεία, που ο τόπος έχει να επιδείξει, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής του παρουσίας. Τα αρχαία πλυντήρια ο αρχαιολογικός χώρος του Θορικού, και ο αρχαιολογικός χώρος του Σουνίου αποτελούν κατεξοχήν δείγματα αρχαιολογικού και πολιτιστικού θησαυρού της περιοχής.
Η Λαυρεωτική έχει από τη φύση και την ιστορία της τη δυνατότητα να αποτελέσει σημείο πολιτιστικής αναφοράς, να δημιουργήσει ρεύμα επισκεπτών απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας, απ’ όλο τον κόσμο, με προφανείς θετικές επιπτώσεις στην τοπική και εθνική οικονομία. Η αξία της Λαυρεωτικής ως τόπος ιστορίας, πολιτισμού, παιδείας και αναψυχής, οι κρυμμένες δυνατότητες και η δυναμική της περιοχής είναι η βάση της σκέψης μας .
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό από τις παραπάνω αναφορές και τα συναφή και σχετικά σχόλια, πως το ζήτημα του Λαυρίου δεν είναι θέμα του παρελθόντος, αλλά κυρίως του μέλλοντος.
Το Λαύριο, τόπος απείρου φυσικού, αρχαιολογικού και ιστορικού πλούτου, καλείται να διαχειριστεί και να παρουσιάσει τα μνημεία και τους χώρους βιομηχανικής αρχαιολογίας, τα οποία διαθέτει διάσπαρτα σε ολόκληρη την περιοχή και κατ’ αυτόν τον τρόπο να εισάγει την πόλη σε ένα άλλο επίπεδο, όπου θα μπορέσει να λειτουργήσει ως τόπος παιδείας, έρευνας, αναψυχής, αλλά και προσέλκυσης επισκεπτών πολιτιστικού τουρισμού και όχι μόνο .
Υπ’ αυτές, λοιπόν, τις σκέψεις, οδηγούμαστε σε διαπιστώσεις, οι οποίες μας επιτρέπουν να πιστέψουμε στις δυνατότητες της Λαυρεωτικής, αν με προσεκτικά βήματα στραφούμε προς την κατεύθυνση αποκατάστασης και επίλυσης από τη μια πλευρά – όσο αυτό είναι εφικτό – των προβλημάτων που απασχολούν την περιοχή και από την άλλη στην αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων που η ίδια η περιοχή διαθέτει .
Το Λαύριο αξίζει και πρέπει να πετύχει το στόχο αυτό και να ακολουθήσει τους αντίστοιχους προσανατολισμούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για να γίνει ένα πολυσήμαντο «παναττικό» κέντρο πολιτιστικής προβολής και δημιουργίας με υπερτοπικό χαρακτήρα και διεθνή εμβέλεια. Ένα κέντρο μελέτης, έρευνας και ανάδειξης της βιομηχανικής ιστορίας που θα προσφέρει στον επισκέπτη ποιοτική ψυχαγωγία και παιδεία.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η δύναμη και η δυναμική της πόλης του Λαυρίου στηρίχθηκε, στηρίζεται και όπως φαίνεται θα εξακολουθεί να στηρίζεται στα μεταλλεία, τα οποία, είτε ευρισκόμενα σε λειτουργία, είτε όχι, εξακολουθούν να καθορίζουν τη μοίρα του τόπου από το 3.000 π. Χ μέχρι σήμερα. Πάνω σε αυτά τα μοναδικά τεχνικά μνημεία, το Λαύριο θα στηριχθεί εκ νέου και με μια άλλη διαφορετική οπτική γωνία θα τα καταστήσει φορείς, πολιτισμού, έρευνας και εκπαίδευσης, ικανής να θέσει τις απαιτούμενες προδιαγραφές και απαιτήσεις για την ανάπτυξη του Λαυρίου .
Εκείνο που χρειάζεται η πόλη είναι να μπορέσει να συνδυάσει και να διαχειριστεί με τρόπο δυναμικό όλες αυτές τις δυνατότητες που μοιάζουν να «αιωρούνται» και να αποζητούν μεθοδική προσπάθεια οργάνωσης και διαχείρισης συμβάλλοντας στο ξύπνημα της μνήμης και στην επανασύνθεση της εικόνας της πόλης.